Γεννήθηκε Πρωταπριλιά του 1943 και ακόμα γελάει. ‘Εφυγε 17 χρονών στα βαπόρια και ήταν γεμάτος ιστορίες ναυτικές 15 χρόνων παλαιωμένες και αλατισμένες.
Φτάσαμε στην Αβέρσα φορτωμένοι με καπνά και φουντούκια από την Τουρκία, υπήρχε ένα κέντρο που λεγότανε ‘Κουμιώτης’ και πηγαίναμε εκεί να ακούσουμε ελληνική μουσική. ‘Εφερνε τσολιάδες να χορέψουνε παραδοσιακά, τρελενόντουσαν οι ξένοι όλοι. Λέω στο γκαρσόνι να μου φέρει ένα μπουκάλι άδειο, νόμιζε οτι ήθελα να το σπάσω και του έκλεισα το μάτι, είχα ένα μαντήλι δικό μου και λέω σε έναν εσύ θα με βαστάς, δίνω και 5 δολλάρια στην ορχήστρα και τους λέω να μου παίξουνε την Ιτιά. Βάζω το μπουκάλι στο κέντρο και αρχίζω να χορεύω τσάμικο και να κάνω στροφές πάνω στο μπουκάλι και όπως χτυπούσα το πόδι στη στροφή αδειάσανε τα τραπέζια, μαζεύτηκαν όλοι από κοντά να χτυπάνε παλαμάκια, γινόταν χαμός. Το γκαρσόνι έφερε κεράσματα από μπύρες Τούμπορ, σε θέλει το αφεντικό, μου λέει. Κάναμε τόσο κέφι που του λέω, ας έρθει εκείνος εδώ! Τα είχαμε κοπανήσει. Με πλησιάζει το αφεντικό και λέει με τα χέρια στο κεφάλι, αυτό το πράγμα δε το έχω ξαναδεί, πόσα θέλεις, θα σου κάνω όλα τα έξοδα να έρθεις εδώ να χορεύεις. Δεν με κράταγε ο τόπος, φύγαμε 6 το πρωί για Σουηδία να φορτώσουμε ξυλεία για Πειραιά.
Στη Σκανδιναβία ταξίδεψα με το ξαδερφάκι μου, είχε μάτια γαλανά και τον εκαμακώνανε οι κοπέλες από 50 μέτρα μακριά. Τότε απαγορευόταν το ουίσκι, πηγαίνανε στις καφετέριες και τα κοπανούσανε με κόκα κόλες στο τραπέζι και μπουκάλι κρυμμένο στο παλτό. Χτυπάει μια κοπελιά το ξαδερφάκι στην πλάτη, εμείς από πίσω. Μπαίνουνε μέσα σε ένα καραβάκι κι εμείς μέσα χωρίς να ξέρουμε που πηγαίναμε. Δεν είχαμε πως να γυρίσουμε, λέω θα κάνω τον μεθυσμένο. Οι αστυνομικοί είχαν λαντ ρόβερ, και τα σκυλιά πίσω. Με το που μύρισαν το αλκοόλ στα χνώτα μας εκάναν χαλασμό. Μας μαζεύουν που λες και μας φέρνουν έξω από το βαπόρι μας. Μου φάνηκαν καλά παιδιά, μας εξυπηρέτησαν στην τελική, οπότε πάω στο βαπόρι και τους φέρνω ένα μπουκάλι ουίσκι. Χαρά εκείνοι, τι ώρα σχολάτε ρωτούν και ήρθαν μας πήρανε σε ένα κέντρο, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα, «γινόταν της καμομοίρας, εκεί μέσα χορεύανε τουίστ»!
Το ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ ήταν πασατζέρικο, έκανε δρομολόγιο Ελλάδα-Ιταλία-Χάλιφαξ-Νέα Υόρκη. Στο προτελευταίο μου ταξίδι, έφερα παραγγελιά που μου ζητήθηκε για πατριωτάκι 3 μπουκάλια κονιάκ που απαγορευόντουσαν τότε και έναν τενεκέ φέτα. Με συμπάθησε και μου είπε έλα εδώ θα σου δίνω 100 δολλάρια τη βδομάδα. Τότες ήταν 80 δραχμές η λίρα, παίρναμε σκάρτο χιλιάρικο. Ετοιμάζομαι κ εγώ κύριος, σκέφτομαι τη ζωή στο Αμέρικα αλλά έλα που αρχίζει και μου λέει το ξαδερφάκι βρε που πας, τόσοι μπιτσικόμηδες τους πιάνει το Ιμμιγκρέσιο, πρόσεχε μη σου λέει ψέμματα, τη μάνα σου δε τη σκέφτεσαι? Δύο όξω, ένα μέσα να φύγω. ‘Αλλα μου προόριζε η ζωή και δε κατέβηκα από το βαπόρι. Δε θα το ξεχάσω όμως, όταν σκουπίζαμε το ντεκ, έβλεπες ‘Ελληνες να παίζουνε χαρτιά και να τους μαγκώνουν τα λεφτά, παιδιά να κλαίνε, να πέσουν στη θάλασσα να πνιγούν γιατί δεν είχαν άλλα λεφτά να παίξουν πόκα. ‘Ασε που ήταν ένα δολλάριο πρόστιμο αν σε πιάναν να μιλάς με κοπελιά.
Δένω Αργεντίνα και παίρνω ταξί με την διεύθυνση ‘Independecia 32’ να βρω δύο αγγλίδες που γνώρισα στη Μήλο και θα πηγαίνανε να διδάξουν σε κολλέγιο. Φτάνω σε δυο μεγάλες σιδερένιες πόρτες ανοιχτές. Δεν υπήρχε κανείς, με είδε από τη τζαμαρία και με αναγνώρισε η μία και ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου, αγκαλιές, φιλιά! ‘Εξω είδα έναν μπρατσαρά Αργεντίνο, δεν έδωσα σημασία, φύλακας θα ήταν. Ετοιμαζόμαστε να βγούμε για φαγητό και όπως κάνουμε να βγούμε έρχεται και με μαγκώνει ο φύλακας και με οδηγεί στην αστυνομία. Κλάμα κακό τα κορίτσια από πίσω προσπαθούσαν να εξηγήσουν αλλά δεν άκουγε. Με το που μπαίνω στο τμήμα μου ρίχνει μια κλωτσιά από πίσω, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Οι αστυνομικοί με κάτι κεφάλια «βαλσαμωμένα σα μοσχάρια, τόσο κρέας που τρώνε εκεί είναι θηρία». Παίρνει τηλέφωνο ο διοικητής το βαπόρι, είχε τη λίστα με το πλήρωμα ο μπατσιμάνης, φοβήθηκα, πιτσιρικάς τότε. Είχα πάντοτε τσιγάρα Μάλμπορο στη τσέπη του πουκαμίσου μου, όχι επειδή κάπνιζα έτσι για φιγούρα. Μου λέει ‘καπνίζεις?’ Τα ξενικά αυτά τους αρέσανε. «Αφήνω τα δύο πακέτα πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Η φτώχια τι κάνει, ε?». Μου λέει εκεί που πήγες είναι κολλέγιο και απαγορεύεται να μπει κανένας μέσα. Θα πάρεις ταξί και δε θα ξανάρθεις σε αυτή τη γειτονιά και «τελικά τη σκαπουλάρισα μια χαρά». Πως τα γυρνάει όμως η ζωή και την επόμενη φορά που βρέθηκα στο Μπουένος Αιρες έτρωγα και έπινα στην έπαυλη του λιμενάρχη. Χόρευα μ’ένα ξαδερφάκι συρτάκι σε ένα μαγαζί, μας είδαν οι κοπελιές και θέλανε να μάθουνε να χορεύουν. ‘Ηρθε λοιπόν μια Μερσέντα απ’όξω και λέει στο μπατσιμάνο πως θέλουνε τον Χόρχε. Δεν είχα δει μεγαλύτερο σπίτι, πρασινάδες και δύο μπαούλα γεμάτα ελληνικούς δίσκους. Βάλανε στο πικ απ συρτάκι του Βαμβακάρη και έμαθα στις κοπελιές να χορεύουν τη Φραγκοσυριανή, με κάτι εγγλέζικα σπασμένα. Δυστυχώς ήταν καλός ο καιρός και έπρεπε να μπαρκάρουμε με το ‘Πηνελόπη’, ήταν το τελευταίο μου ταξίδι.
Το 66-67 άνοιξα την πρώτη και μοναδική ντισκοτέκ στη Μήλο που την ονόμασα «Ζορμπά», με 3 κολώνες της ΔΕΗ, μουσαμάδες και καλάμια από πάνω και ένα Φίλιπς πικ απ «για να βάζουμε τα μπλούζ». 150 κόσμος μέσα και άλλοι 200 απ έξω. 6 δραχμές το πίπερμαν κ το Βερμούτ, 15 δραχμές το ουίσκι. Αγόραζα όταν μπάρκαρα μπουκάλια από τους Κανάριους Νήσους. Κορίτσια ένα σωρό, Γερμανίδες, Αγγλίδες, Αυστριακές, η Μήλος από τότες τους άρεσε. Τα δικά μας κορίτσια ντρεπόντουσαν τότε να έρθουν, τους έλεγαν πως είναι ανήθικα γιατί είναι μέρος που φιλιούνται. Ερχόντουσαν βαρκάδες με ακορντεόν και πηγαίνανε τις κοπελιές βόλτες. Μου αρέσει πάρα πολύ η δουλειά. Ειμαι ανοιχτοχέρης και γλεντζές, μου αρέσει πολύ ο χορός. Παρατούσα τις ποδιές και χόρευα, καλαματιανά, ζειμπεικικά. ‘Εφτιαχνα και ενα κοκτέιλ το ‘Ζορμπά’, τι να έβαζα ρούμι, μπακάρντι, βερμούτ, κόκα κόλα, το έβρεχα στο νερό κ έβαζα ζάχαρη γύρω γύρω. Τα είχα δει στο εξωτερικό, δεν υπήρχαν αυτά τα πράγματα τότε. Γινότανε χαμός, μάθαινα συρτάκι στις κοπελιές μέσα στη πίστα. Με το που βάζανε τα συρτά τα δικά μας και με μια μπουκιά φαι, σηκωνόμουν και έδινα ρέστα. «Ο χορός αυτός του Ζορμπά ήταν όλο πρόκληση, πείσμα κι ανταρσία», έγραφε ο Καζαντζάκης. Έβγαλε αρκετά καλοκαίρια.
Έφευγα από τη ντισκοτέκ ξημέρωμα και πήγαινα 5 το πρωί φόρτωνα το τρακτεράκι καρπούζια από το κτήμα και τα ξεφόρτωνα στο μανάβικο του αδερφού μου, μετά έκανα πρωινά στο ξενοδοχείο μας το ‘Κοράλι’ μέχρι τις 11, κατέβαινα σφαίρα στο βαπόρι για καμάκι σε πελάτες, επέστρεφα στο Ζορμπά να πλύνω ποτήρια, και το μεσημέρι «αν είχα κορίτσι θα πήγαινα για μπάνιο, αλλιώς θα έπεφτα για ύπνο». Κοιμόμουν 3-4 ώρες το 24ωρο. «Ούτε πίνω, ούτε καπνίζω, ούτε φούμαρα ποτέ, τα ελαττώματα μου είναι οι γυναίκες, ο χορός και η δουλειά. ‘Ημουν ελεύθερος άντρας. Βγήκα είδα τη κατάσταση στον κόσμο, με 5 απολύθηκα απο το σχολείο, με προίκισσε με άλλα ο Θεός. Δε φοβόμουν τίποτα. Μ’αρέσει η ζωή. Να τωρα που θα φύγετε, ενώ κάνει κρύο, θα πάρω το τρακτεράκι και θα κάνω δουλειά. Μα που πας πρωι πρωι μου λένε οι συγχωριανοί, έχω δουλειές! Πού θα βρω τέτοια θέα? Δε μπορώ να κάτσω μέσα, είμαι γεμάτος ζωή, θέλω να είμαι με τα ζωάκια μου».
Τα ζώα τα έχω αδέσποτα, γεννάνε πάνω στο βουνό και πάνε τα κοράκια καμιά φορά και βγάζουνε τα μάτια στα μικρά. Οταν κόβουν τα ζώα από τα υπόλοιπα, ή άρρωστα είναι ή ψάχνουν να γεννήσουν. Είχα χάσει πολλά, με το που βλέπω το μικρό το φέρνω στη μάντρα, την έκλεισα στη σπηλιά να είναι ζεστά, πήρα ποτηράκι κ το γέμισα πρωτόγαλο να το ταίσω στο στόμα με τη σύριγκα. Το έβαλα στον ήλιο, ίσα ίσα το καμόμοιρο ανάσαινε, έτσι την ονόμασα Ελπίδα. Η μάνα του δε το ήθελε μετά και ήμουν υποχρεωμένος 6 μήνες να το ταίζω και να το φροντίζω έτσι όπου πήγαινα δε ξεκόλλαγε από δίπλα μου. ‘Εμπαινα στο σούπερ μάρκετ πήγαινα στη παραλία το χάιδευαν τα παιδιά και με ακολουθούσαν. Δε πήρα χαμπάρι οτι έγινα, πως το λέτε, βάιραλ.
Κείμενο: Μαριάννα Πατεράκη