Στην εξοχή γεννήθηκε. Μεγάλωσε ανάμεσα στα ζωντανά και από ανθρώπους μονάχα τους δικούς του γνώριζε, τα αδέρφια του, την μάνα, τον πατέρα. Θυμάται ακόμη όμως την πρώτη του μέρα στο σχολείο κάτω στην Απείρανθο, πώς ένιωθε άβγαλτος και ξένος, σαν έγινε επτά, και ας έχουν περάσει 64 χρόνια. Θυμάται και την πρώτη του δασκάλα, που για να του δώσει ποίημα, όπως σε όλα τα άλλα τα παιδιά, του ζήτησε αντάλλαγμα από τα ξινότυρα που έφτιαχνε ο πατέρας του. Και αυτό το ποίημα, που ‘χε τίτλο «ο Ξεροξέφαλος» το θυμάται ακόμη, απ’ έξω και ανακατωτά για να το λέει σ’ όποιον ζητά από ‘κείνον ιστορίες.
Το επίθετο του Φλώριου είναι Κρητικός, από τον παππού του πατέρα του, που ήταν από την Κρήτη και έπαιζε τη λύρα, απ’ τον οποίο κληρονόμησε και την αγάπη του για τη μουσική. Το παρατσούκλι του είναι Τίγρης και τούτο το κληρονόμησε από τον πατέρα του, γιατί στην κατοχή η πείνα ήταν τόση, που όταν μια μέρα κατάφεραν να κλέψουν μια γίδα, είχε πάρει ο μικρός ένα κομμάτι από το ζώο που έβραζε ακόμη, και άρχισε να το μασουλάει σχεδόν ωμό. Βλέποντάς τον τότε ένας θείος του γύρισε και είπε στο παιδί πως τρώει το ερίφιο σαν να ‘ναι τίγρης.
Από πιτσιρικάκι γράφει στίχους ο Τίγρης ο δεύτερος, και έμαθε μόνος του σαν το ‘ πιασε πείσμα να μάθει και τσαμπούνα, που κανένας από τους επαγγελματίες δεν ήθελε να του δείξει. Όποτε γινότανε κανένα γλέντι, εκείνος καθόταν δίπλα στους τσαμπουνιέριδες, να παρακολουθεί πώς φουσκώνουν το πετσί και πώς τα δάχτυλα παίζουν. Κλεινότανε μετά τα βράδια στο μιτάτο του πάνω στις ερημιές και εξασκούνταν, να μην τον ακούσει και τον κοροϊδέψει κανείς. Μέχρι που έμαθε να παίζει την τσαμπούνα και αργότερα έγινε και δάσκαλος, και στην τσαμπούνα και στο τουμπάκι. Όχι για τα χρήματα, αλλά γιατί αυτό που κάποτε αρνήθηκαν σε εκείνον, εκείνος ήθελε να το χαρίζει απλόχερα, ίσα για να βλέπει τα παιδιά να χαίρονται σαν παίζουν.
Παρέα με τον Κορρέ και τον Ψαροστέφανο έχουν γυρίσει όλο το Αιγαίο παίζοντας σε συνάξεις και συναντήσεις. Εκείνοι παίζουν μουσική, εκείνος τραγουδάει. Και όταν θέλει να δώσει στους στίχους του ρυθμό, βγάζει την φλογέρα του, που κάποτε τον ήχο της ούτε να τον ακούει δεν ήθελε, ώσπου μια μέρα ο Κορρές του χάρισε μία καλαμένια φλογέρα και έγινε εκείνη προέκταση του χεριού του. Τους στίχους του τους περισσότερους, τους κρατάει στο νου του, εκτός αυτών που θέλει μια μέρα να γίνουν τραγούδια και έχει σκοπό να τους ταχυδρομήσει σε κάποιον έμπιστο, για να μπορέσει να κατοχυρώσει έτσι τα πνευματικά του δικαιώματα άμα κανείς ποτέ τους γυρέψει για δικούς του.
Στη ζωή του έχει υπάρξει ανέκαθεν αριστερός και μία φορά έχει ερωτευτεί. Υπηρέτησε φαντάρος το 1971 και το 1972, τα δύσκολα χρόνια της Χούντας, και τότε γνώρισε και την μόνη γυναίκα που αρραβωνιάστηκε. Δεν την παντρεύτηκε ποτέ όμως, και όλο ο γάμος πήγαινε από μέρα σε μέρα γιατί δεν θέλησε να αφήσει το χωριό του σαν απολύθηκε από τον στρατό για να ζήσει στις Αθήνες, έτσι όπως το θέλαν οι δικοί της.
Φιλοσοφία λέει πως δεν έχει για τη ζωή, η ψυχή του όμως φανερώνει πως έχει βαλθεί να μείνει παιδί, ένα πειραχτήρι που χαίρεται να μαθαίνει στα παιδιά όσα έμαθε και να μαθαίνει απ’ τα παιδιά όσα έχουν να του δείξουν.
«Φωτιά να πάρει να καεί ο κόσμος δεν με νοιάζει και ο τζάδερης με το φαϊ την ώρα που θα βράζει. Πάω ν’ ανέβω στο βουνό κανείς να μη με ξέρει και από κει δεν θα κουνώ χειμώνα καλοκαίρι. Πάω ν’ ανέβω στο βουνό να ζω σαν τον αντάρτη και από ‘κει δεν θα κουνώ, ω κοινωνία σκάρτη! Πάω ν’ ανέβω στο βουνό να μη με πιάνει νόμος και από κει δεν θα κουνώ και ας είναι φόβος τρόμος. Πάω να ζω σε μια σπηλιά στην άκρια του κόσμου να μην ακούεται μιλιά μόνο ο αντίλαλός μου.»
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά