Η αλήθεια είναι πως οι μνήμες και οι συνθήκες ζωής της ογδονταπεντάχρονης σήμερα Ανεζούλας από την Κάρπαθο υπήρξαν τόσο επαχθείς που δεν θα ήταν εφικτό να τις εξαλείψει ποτέ από το μυαλό της. «Τα πάθη του Χριστού κράτησαν ημέρες, τα δικά μου χρόνια», λέει, αφού εργάστηκε σκληρά και δεν είχε καμία υποστήριξη.
Η Ανεζούλα είναι πλέον από τις ελάχιστες κατοίκους στην περιοχή της Αυλώνας όπου ζει όλον τον χρόνο και όπου απολαμβάνει την ανεξαρτησία της, η οποία και περιορίζεται στην Αθήνα ή την Όλυμπο που επισκέπτεται ενίοτε. Η Αυλώνα της αρέσει γιατί της δίνεται η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με κόσμο και διότι αναπολεί το αγαπημένο της πανηγύρι στο Μεσοχώρι. Στις ελάχιστες ευχάριστες μνήμες της ανήκει και το πρώτο της γλέντι που χάρηκαν τα παιδικά της μάτια στη Βρουκούντα, πριν από περίπου 75 χρόνια. Αυτό το πανηγύρι ξεκίνησε με την ιδιωτική πρωτοβουλία μιας οικογένειας, και μόνο αργότερα έγινε κοινοτικό. Η Ανεζούλα αφηγείται και ένα θαύμα που είχε γίνει εκεί, όταν ένα παιδί έπεσε σε μια σπηλιά κι η θάλασσα το έβγαλε ζωντανό σε μια παραλία λίγο πιο μακριά, περίπου στα 500 με 600 μέτρα. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να την κάνει να ξεχάσει την επίταξη των Ιταλών στον πόλεμο όταν μαζί με τη μητέρα της μάζευε ελιές, ή να ξεχάσει την πολύχρονη ασθένεια του άντρα της, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να εργαστεί επίπονα και για τον ίδιο, αλλά και για τους ανήμπορους γονείς της που στερούνταν τα πάντα.
Κι ενώ σήκωνε χαλίκια, τσιμέντα και σίδερα από την Ανατολή ως τη Δύση σε οικοδομές στην Αθήνα, όπου «δεν έπρεπε να κοιτάς ρολόι», αλλά να δουλεύεις νυχθημερόν, ενώ εργάστηκε σε εργοστάσια, εκείνο που λύγισε τη λεοντόκαρδη φύση της ήταν η εργασία της σε νοσοκομεία και ψυχιατρεία (κλινική Καψάλα και Σισμανόγλειο – στην πτέρυγα των φυματικών το 1969). Μόλις δύο χρόνια άντεξε να βλέπει άρρωστα παιδιά κι έφυγε από το ψυχιατρείο όταν άρχισε κι εκείνη να χάνει το μυαλό της.
Η Ανεζούλα υπήρξε βράχος στην ασθένεια του άντρα της. Τη μισή της ζωή δούλευε και την άλλη μισή φρόντιζε τον άρρωστο άντρα της. Έπρεπε να βγάλει τα προς το ζην, να πληρώνει το ενοίκιο, να αγοράζει φάρμακα, αλλά και να ζήσει τους γονείς της, καθώς ο αδελφός της όταν παντρεύτηκε άνοιξε το σπίτι του κι έφυγε εκτός Καρπάθου. Κι όμως σ’ αυτόν τον αδελφό έστελνε με γράμματα μαντινάδες. Η ίδια στάθηκε, όπως λέει, συμπαραστάτης της οικογένειας. Ενθυμούμενη την ανέχεια και λειτουργώντας αναπόφευκτα συγκριτικά, λέει πως «τώρα έχουμε τα πάντα εκτός από την υγεία μας». Μια ζωή πέρασε με σκυφτό το κεφάλι. Τώρα το σήκωσε κι αναρωτιέται ποτέ πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια. Πέφτει να κοιμηθεί και σκέφτεται συνέχεια τα βάσανα που πέρασε. «Όσο μεγαλώνεις μεγαλώνουν και τα βάσανα», λέει μελαγχολικά. Ωστόσο, δεν μετανιώνει για την φιλέταιρη και γενναιόδωρη πορεία της και πάντα λέει πως δεν θα μπορούσε ποτέ εκείνη να τρώει ψωμί γνωρίζοντας ότι η μητέρα της ή η οικογένειά της πεινάει. Παρά την πίκρα και τα παράπονα που έχουν θρονιάσει στην ψυχή της πολύπαθης Ανεζούλας, η μεγαλοψυχία της είναι εκείνη που δημιουργεί την εντύπωση πως το παιδί που βγήκε ζωντανό απ’ τη σπηλιά της Βρουκούντας χάρη στην απλόχερη σωτηρία της θάλασσας, είναι η ίδια η Ανεζούλα.
Στη μνήμη της θρονιάστηκε εξίσου και το θαύμα, ως πηγή απίθανης δύναμης.
Κείμενο- Αφήγηση: Αγγελική Ηλιοπούλου