Όταν ο Δίας κι οι αθάνατοι μοιράζονταν τη γη, ακόμα η Ρόδος δεν φαινόταν στο κύμα του πελάγου, γιατ᾽ ήταν στ᾽ αρμυρά τα βάθη κρυμμένο το νησί, γράφει ο Πίνδαρος στον 7ο Ολυμπιόνικο. Κι όταν ο Ήλιος έμεινε άκληρος γης, το θύμισε στον Δία, όμως προτού εκείνος επέμβει, ο ίδιος ο Ήλιος τον εμπόδισε, γιατί
έβλεπε, όπως είπε, απ᾽ τον βυθό της γκρίζας θάλασσας μια γη να ξεπροβάλλει. Τότε ζήτησε από τη Λάχεση και τον Δία να ορκιστούν πως όταν τελικά το νησί αυτό αναδυθεί θα γίνει δικό του. Και πράγματι, να, το νησί ξεπρόβαλε μέσ᾽ απ᾽ το υγρό το κύμα. Γι’ αυτό και ο Πλίνιος συγκαταλέγει τη Ρόδο ανάμεσα στα νησιά (Δήλος, Ρόδος, Νέαι, Αλόνη, Ιερά ή Αυτομάτη, Ανάφη, Θεία ) που αναδύθηκαν από τη θάλασσα προς αναπλήρωση εκ μέρους της φύσης όσων εδαφών αφανίστηκαν από σεισμό (βλ. και Δήλο-Ανάφη-Θήρα).
Ο Διόδωρος Σικελιώτης παραδίδει πως τη Ρόδο την κατοίκησαν πρώτοι οι Τελχίνες, οι γιοι της Θαλάσσης, οι οποίοι ανέθρεψαν τον Ποσειδώνα μαζί με την Καφείρα, την κόρη του Ωκεανού. Ότι οι Τελχίνες ήρθαν από την Κρήτη στην Κύπρο και από εκεί στη Ρόδο, μας πληροφορεί ο Στράβων. Όταν ο Ποσειδώνας ανδρώθηκε, συνεχίζει ο Διόδωρος, ερωτεύτηκε την αδελφή των Τελχίνων Αλία, με την οποία έκανε έξι αγόρια και μία κόρη, τη Ρόδο, από την οποία ονομάστηκε το νησί. Αν και ο Smith (1857: 713) καταθέτει στο Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Γεωγραφίας και την άποψη πως το νησί ονομάστηκε από το ρόδον που απεικονίζεται στα πρώτα νομίσματα του νησιού (βλ. παρακάτω), ο Μελέτιος συμφωνεί με τον Διόδωρο πως ονομάστηκε από τη Ρόδο, την κόρη της Αλίας, ή εναλλακτικά από τον πολύν ῥοῦν που ανεκινήθη στο σημείο τη στιγμή της ανάδυσης του νησιού.
Εκεί ο Ηλιος έσμιξε με τη Ρόδο κι έκανε μαζί της επτά γιους, τους Ηλιάδες ένας από τους οποίους, ο Κέρκαφος, απέκτησε τον Λίνδο, τον Ιαλυσό και τον Κάμειρο. Κι αυτοί μοίρασαν τη Ροδία χώρα και έκτισαν ομώνυμές τους πόλεις, τις αντίστοιχες τρεις μεγαλύτερες αρχαίες πόλεις της Ρόδου, στις οποίες ήδη αναφέρεται ο Όμηρος κατά την αναφορά του Στεφάνου. Τρίπολις νᾶσος καταγράφεται η Ρόδος και από τον Πίνδαρο, ενώ ο Σκύλαξ αποκαλώντας την κι αυτός τρίπολη, την τοποθετεί απέναντι από το ακρωτήριο Κρυασσός της Καρίας.
Αντικείμενα καθημερινής χρήσης που βρέθηκαν σε ανασκαφές βεβαιώνουν την κατοίκηση της Ρόδου τουλάχιστον από την Ύστερη Νεολιθική εποχή (5300 – 4800 π.Χ.), ενώ την αποίκιση του νησιού από τους Μυκηναίους κατά τον 15ο αι. π.Χ. πιστοποιούν η εύρεση τάφων, κτερισμάτων, αγγείων, εργαλείων, αλλά και κοσμημάτων. Ακολουθούν Κάρες και Αχαιοί, όμως σημαντική για τη Ρόδο είναι η εποχή της ίδρυσης των τριών αρχαίων της πόλεων με την άφιξη στο νησί των Δωριέων, τον 11ο π.Χ. αιώνα. Άλλωστε, τα σημερινά Δωδεκάνησα ανήκουν στη Μικρασιατική Δωρίδα, περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκαν Δωριείς κατά τον Α’ Ελληνικό Αποικισμό. Οι τρεις αρχαίες πόλεις της Ρόδου συνιστούσαν κατά την Αρχαϊκή περίοδο μαζί με εκείνες της Κνίδου, της Κω και της Αλικαρνασού τη Δωρική Εξάπολη και έπειτα Πεντάπολη μετά τον αποκλεισμό της Αλικαρνασσού, όπως γράφει ο Ηρόδοτος. Επρόκειτο για έναν συνασπισμό Δωριέων που τελούσαν από κοινού τις εορτές τους στο Τριόπιον, ένα ακρωτήριο της Καρίας κοντά στην Κνίδο, όπου υπήρχε δωρικό ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Απόλλωνα, όπως καταγράφει ο Θουκυδίδης.
Οι Ρόδιοι επιδίδονται σε έντονη αποικιστική δραστηριότητα. Ενδεικτικά, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην ίδρυση της Γέλας της Σικελίας από Λινδίους και Κρήτες αποίκους περί το 689 π.Χ., 45 χρόνια ύστερα από την ίδρυση των Συρακουσών, ενώ ο Στράβων γράφει πως οι Ρόδιοι έπλευσαν μέχρι και τη μακρινή Ιβηρία, όπου έκτισαν την πόλη Ρόδη που αργότερα κατέλαβαν οι Μασσαλοί. Η Κάμειρος, η Λίνδος και η Ιαλυσός επεκτείνουν την επικράτειά τους ενσωματώνοντας την Ελληνιστική εποχή στο κράτος τους γειτονικά νησιά όπως τη Χάλκη, την Κάρπαθο, την Κάσο και τη Σύμη, καθώς και εκτάσεις στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας.
Ο Στράβων καταθέτει τα παλαιότερα ονόματα της Ρόδου Ὀφιοῦσσα, Σταδία, το οφειλόμενο στο σχήμα του νησιού που είναι σαν στάδιο και το Τελχινίς, το οφειλόμενο στους Τελχίνες. Ο Πλίνιος, όμως, καταγράφει πληθώρα παλαιότερων ονομάτων της Ρόδου: Οφιούσα και Ολόεσσα για την αφθονία των όφεων, Αστερία για τον έναστρο ουρανό της, Αιθρία για το ωραίο της κλίμα, καθώς κατά τον Σωλίνο, όπως καταθέτει ο Μελέτιος, δεν έχει ποτέ τόση συννεφιά ώστε να μη φαίνεται ο ήλιος, Τρινακρία και Κορυμβία για το σχήμα της, Ποήεσσα για την πλούσια βλάστησή της, Αταβυρία από τον βασιλιά, γράφει ο Πλίνιος, ενώ το υψηλότερο όρος της Ρόδου λέγεται Αττάβυρος (υψ. 1.215 μ.) και Μακαρία, δηλ. ευτυχισμένη. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος περιορίζεται στην αναφορά μόνο των ονομάτων Ὀφιοῦσσα και Αἰθραία, ενώ ο Μελέτιος στην Παλαιά και Νέα του Γεωγραφία, αφού ερμηνεύει το όνομα Ὀφιοῦσσα, προσθέτει και την πληροφορία του Διοδώρου πως ο Θεσσαλός ήρωας από το γένος των Λαπιθών Φόρβαντας εγκαταστάθηκε στην Ιαλυσό αφού σκότωσε τα φίδια του νησιού ελευθερώνοντας τους κατοίκους από τον φόβο.
Τα πρώτα νομίσματα της Ρόδου ανήκουν στον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ., στα οποία απεικονίζονται μεταξύ άλλων φτερωτός κάπρος και ίππος, κεφαλή αετού, γρύπα και λιονταριού, κεφαλή θεάς με κράνος, μάλλον της Αθηνάς, κεφαλή του Ήλιου και τριαντάφυλλο (ρόδον). Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. το νησί κατέβαλε φόρους στη Δηλιακή Συμμαχία, ωστόσο, μια σειρά από ανατροπές και εξελίξεις καθιστούν τη Ρόδο από αρχικά ολιγαρχική δημοκρατική και τούμπαλιν κατ’ επανάληψη. Περαιτέρω, έπειτα από τον συνοικισμό κατά Στράβωνα του 408/407 π.Χ. η πόλη της Ρόδου έγινε η πρωτεύουσα ενός ενιαίου κράτους που προήλθε από τη συνένωση των εδαφών και των δήμων των τριών παλαιών πόλεων.
Από τη Λίνδο ήταν ο τύραννός της Κλεόβουλος (γύρω στο 600 π.Χ.), ποιητής και ένας από τους Επτά σοφούς της αρχαιότητας, όπως και ο γλύπτης Χάρης (3ος αι. π.Χ.), ο δημιουργός ενός εκ των Επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, του Κολοσσού της Ρόδου και ενσαρκωτή του θεού Ήλιου που έσωσε τους Ροδίους από την ετήσια πολιορκία του Μακεδόνα στρατηγού Δημητρίου του Πολιορκητή, το 305 π.Χ. Το νησί συγκλονίστηκε όμως από σεισμό περίπου το 226 π.Χ., οπότε και κατέρρευσε τὸ διασημότερον τῶν ἄλλων θεαμάτων τῆς Ῥόδου, το γιγαντιαίο άγαλμα, σπασμένο από τα γόνατα, όπως γράφει ο Στράβων.
Ο βασιλιάς Δαναός, αφού πληροφορήθηκε το δολοφονικό σχέδιο του αδελφού του Αιγύπτου για την εκ μέρους του απόκτηση εξ ολοκλήρου του πατρικού βασιλείου, έφυγε από την Αίγυπτο μαζί με τις Δαναΐδες, τις 50 κόρες του, και πήγε με τη βοήθεια της Αθηνάς στο Άργος, ένα από τα μεγάλα δωρικά κέντρα της Πελοποννήσου. Αυτό συνέβη ύστερα από μια σύντομη παραμονή τους στη Ρόδο, όπου θεωρείται πως οι Δαναΐδες έχτισαν τον ναό της Λινδίας Αθηνάς, όπως διηγούνται ο Διόδωρος, ο Υγίνος και ο Απολλόδωρος. Γι’ αυτό και ο Στράβων χαρακτηρίζει τον ναό ἐπιφανὲς τῶν Δαναΐδων ἵδρυμα. Η Λίνδος διέθετε, λοιπόν, κι ακόμη διαθέτει, τον παν-Ροδίας φήμης ναό της Λινδίας Αθηνάς, η λατρεία στην οποία θεωρείται πως ξεκίνησε τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Παρά τις τόσες αναφορές στο γεγονός ότι οι εγγονοί του Ήλιου έκτισαν τις τρεις επώνυμές τους αρχαίες πόλεις της Ρόδου, προς επίρρωση του έντονου δωρικού στοιχείου του νησιού, υπάρχουν και όσοι θέλουν ιδρυτή τους τον Ηρακλείδη Τληπόλεμο. Αυτός, όπως γράφει ο Όμηρος, εξορίστηκε από το Άργος, αφότου σκότωσε κατά λάθος τον θείο του πατέρα του Λικύμνιο και έφτασε στη Ρόδο. Εκεί βασίλευσε και ονόμασε τις τρεις αρχαίες πόλεις από τα ονόματα κάποιων εκ των Δαναΐδων, όπως γράφει ο Στράβων, ενώ κατόπιν φεύγοντας για την Τροία, όπου και πέθανε στον Τρωικό πόλεμο ενισχύοντας τον ομηρικό κατάλογο των ελληνικών δυνάμεων με εννέα Ροδιακά πλοία, άφησε τη βασιλεία της Ρόδου στον Αργείο Βούτα.
Ο Διόδωρος αναφέρεται και σε ιερό του Ποσειδώνα που ίδρυσε λίγο αργότερα από την άφιξη των Δαναΐδων στο νησί ο Κάδμος προς τιμήν του θεού στην Ιαλυσό, όταν κατά την αναζήτησή του της Ευρώπης έφτασε σώος στη Ρόδο μέσα σε θαλασσοταραχή. Ακόμη, ο Διόδωρος μάς πληροφορεί πως ο Κάδμος άφησε μερικούς Φοίνικες για να φροντίζουν το ιερό αυτό. Κι αν ο ιστορικός μιλάει για το πέρασμα των Φοινίκων από τη Ρόδο, κάνει λόγο και για το πέρασμα των Κρητών από το νησί, αναφερόμενος στον μύθο του Κατρέα, τον οποίο καταθέτει και ο Απολλόδωρος. Συνδυάζοντας στοιχεία και από τις δύο πηγές, πρόκειται για έναν από τους γιους του Μίνωα, ο οποίος είχε γιο τον Αλθαιμένη. Όταν ο Αλθαιμένης, που έζησε λίγο πριν τον Τρωικό πόλεμο, έμαθε από χρησμό πως θα σκότωνε τον ίδιο του τον πατέρα, για να αποφύγει την εκπλήρωσή του, έφυγε από την Κρήτη και πήγε σε κάποιο μέρος γενικά της Ρόδου που ονόμασε Κρητηνία (Νέα Κρήτη), ή ειδικά στην Κάμειρο και ίδρυσε ψηλά σε βουνό ιερό του Αταβύρου Διός, εξ ού και το επίθετό του Αταβύριος.
Σήμερα την Κάμειρο κοσμεί μεταξύ άλλων αγορά Ελληνιστικής εποχής που περιέχει όμως μνημειώδη κρήνη Κλασικής κι ένα ιερό του Πυθίου Απόλλωνα, με Κλασικής εξίσου εποχής τμήματα. Όπως καταθέτει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, από την Κάμειρο ήταν ο ποιητής του 7ου-6ου αι. π.Χ. Πείσανδρος, ο οποίος περιελήφθη σύμφωνα με τον Πρόκλο στον Κανόνα των πέντε κλασικών της επικής ποίησης, μαζί με τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πανύαση και τον Αντίμαχο τον Τήιο. Ότι ο Πείσανδρος έγραψε ένα επικό ποίημα για τον Ηρακλή το πληροφορούμαστε από τον Στράβωνα, ο οποίος καταγράφει αρκετούς από τους πάμπολλους Ροδίους των γραμμάτων και μεταξύ αυτών φυσικά και τον Απολλώνιο Ρόδιο του 3ου αι. π.Χ. που έγραψε τα Αργοναυτικά.
Χάρη στους πρώτους κατοίκους της Ρόδου, τους Τελχίνες, στους οποίους αποδίδεται η εφεύρεση τεχνών, τη Ρόδο στόλιζαν και Τελχίνια ιερά όπως είναι για παράδειγμα, κατά την αναφορά του Διοδώρου, του Τελχινίου Απόλλωνα στη Λίνδο και της Τελχινίας Ήρας στην Κάμειρο και την Ιαλυσό, με τα πλούσια ευρήματα Κλασικής κεραμικής. Από την Ιαλυσό ήταν ο πυγμάχος ολυμπιονίκης Διαγόρας, προς τιμήν της νίκης του οποίου το 464 π.Χ. συνέθεσε ο Πίνδαρος τον 7ο Ολυμπιόνικό του, όπως προς τιμήν του και πάλι σήμερα Διαγόρας έχει ονομαστεί ο Κρατικός Αερολιμένας Ρόδου.
Θυμίζοντας στις μέρες μας την αρχαία αίγλη, στέκουν στην Ιαλυσό τα ερείπια ενός δωρικού ναού της Αθηνάς Πολιάδας και του Δία Πολιέως που ήταν χτισμένος πάνω σε παλαιότερο ναό του 6ου αι. π.Χ., όπως και ερείπια δωρικού ναού του Ερεθιμίου Απόλλωνα (400 π.Χ.) και ενός θεάτρου του 4ου π.Χ. αιώνα. Στον ίδιο χώρο, στον λόφο Φιλερήμου, δηλ. στη θέση της αρχαίας ακρόπολης της Ιαλυσού, ομορφαίνει το τοπίο η Μονή της Παναγίας Φιλερήμου (14ος αι.) με την ομώνυμη εικόνα του 10ου-11ου αι., ενώ στα βορειοδυτικά της και σε απόσταση μόλις 50 μέτρων ο ναός του Αγίου Γεωργίου του Χωστού του 5ου-6ου αι. με τοιχογραφίες του 15ου, που θεωρείται ταφικό παρεκκλήσιο επιφανούς Φράγκικης οικογένειας.
Δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα που μένει ασυγκίνητος από την αλλόκοσμη ομορφιά της Παλιάς Πόλης της Ρόδου. Χάρη στην Ιπποτοκρατία των Δωδεκανήσων (14ος–16ος αι. μ.Χ.), τα νησιά κοσμούνται από αναρίθμητα Ενετικά κάστρα, όπως και από κτίσματα των Ιωαννιτών Ιπποτών, με χαρακτηριστικότερο και επιβλητικότερο όλων το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου (14ος αι. μ.Χ.) της Παλιάς Πόλης της Ρόδου, μίας από τις καλύτερα διατηρημένες Μεσαιωνικές πόλεις του κόσμου και μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αναρίθμητα τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας της Δωδεκανήσου κι ανάμεσά τους 70 χλμ. νοτιοδυτικά της πόλης της Ρόδου η αρχαία Κυμισάλα, ένας αρχαιολογικός χώρος της Μυκηναϊκής περιόδου εκτάσεως 10.000 στρεμμάτων. Παράλληλα, 55 χλμ. από την πόλη της Ρόδου υψιβατεί το συνδεόμενο με τον μύθο του Αλθαιμένη κάστρο της Κρητηνίας (1472), ένα κράμα Βυζαντινής και Μεσαιωνικής τεχνοτροπίας, γνωστό και ως Κάστελλος, με εντός του τα ερείπια της Καθολικής εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Aπό τη σύγχρονη εποχή εντυπωσιάζει το Ενυδρείο (1934), στο βορειότερο σημείο της πόλης της Ρόδου, όπου προβάλλονται μεταξύ άλλων ενδιαφέρoντα δείγματα της θαλάσσιας πανίδας της Μεσoγείoυ.
Ύστερα από τους Ρωμαίους ὁμοῦ μετὰ τῆς Ἀσίας, τους Βυζαντινούς, τους Σαρακηνούς, τους Ιωαννίτες Ιππότες (1309 -1522) και τους Οθωμανούς (1522-1912), ακολούθησε η κατάληψη των Δωδεκάνησων από τους Ιταλούς (1912-1943), αμέσως μετά την έναρξη της οποίας η Ρόδος συγκαταλέγεται στα νησιά των Ιπποτών από τον Ιταλό συγγραφέα Giuseppe Gerola, που διαίρεσε τις δεκατρείς Σποράδες σε τρεις ομάδες νησιών. Ακολουθώντας τη μοίρα και των υπολοίπων Δωδεκανήσων, υφίσταται και τη σύντομη γερμανική και βρετανική κατοχή (1943-1947) έως ότου περιέρχεται πλέον στην Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα μόλις δύο χρόνια έπειτα από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στις 10/2/1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων (Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία).
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
https://open.spotify.com/episode/0o00mhkycfPFM13HfaN6Pv?si=hhl8E-RbS7SUeCeXrNm-7A
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΜΠΕΡΗΣ
Βάζει την λευκή ποδιά του και κάθεται δίπλα στον μύλο. Ο γιος του ανοίγει ένα πακέτο και τον κερνάει μπισκότο. Εκείνος γυρνά προς τη μεριά μας με ένα χαμόγελο πλατύ και λέει «Α ρε Παπαδόπουλε, να ζήσεις!», ξεκαθαρίζοντας αμέσως πως αναφέρεται μονάχα σε αυτή τη γλυκιά, πρωινή συνοδεία του καφέ…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ
https://open.spotify.com/episode/48keL9EnIkEhBTpfRV0oXh?si=T7fEuDOkRsqQ2ZG-CsOIkQ
ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΟΣ
Σε ένα ταξίδι του στην Φιλαδέλφεια, κάπου στα είκοσί του, άκουσε για πρώτη φορά την λέξη ντίσκο. Ήταν στα πέντε χρόνια που ταξίδευε, γεμάτος δίψα να γνωρίσει τον κόσμο, όπως έμαθε από τον Καζαντζάκη.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Στα 77 του σήμερα, επιδιώκει ακόμη την επαφή με τους ανθρώπους καθημερινά, την αφορμή για διάλογο. «Η επικοινωνία ήταν πάντοτε αυτό που επιθυμούσα, είτε ως ξεναγός, είτε μέσω της γραφής μου και του ραδιοφώνου.»
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΛΗΣ
Φυσιογνωμία ευγενική, με κάτι λεπτεπίλεπτο, που θα μπορούσε εύκολα κανείς σαν άκουγε τον Σταύρο Χαρτοφύλη να μιλά σουηδικά, να πιστέψει πως προέρχεται από τον κρύο Βορρά.