Την Θηρασιά την γνώρισε στα οκτώ του, γιατί χρειάστηκε να αφήσουνε τη Σύρα πίσω, να τα πουλήσουν όλα και να νοσηλευτεί ο πατέρας του στο νοσοκομείο της Σαντορίνης. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, χωρίς τον πατέρα του στη δουλειά πλέον. Έτσι, η μόνη λύση ήταν το προικιό της μάνας του στη Θηρασιά. Όταν στα δέκα του ξαναγύρισε την Σύρο, ήταν για να επιστρέψει στο σχολείο, καθώς ο πατέρας του είναι λίγο συνέλθει. Δεν άντεξε πολύ μονάχο παιδί και μέσα σε δυο χρόνια θέλησε να γυρίσει κοντά στα αδέρφια του που τα ‘χε νοσταλγήσει. «Όταν μεγαλώνεις μέσα σε 4 αδέρφια είναι δύσκολο να είσαι μόνος σου.». Τότε στα δώδεκα, ήταν και η πρώτη φορά που του μπήκε η ιδέα της θάλασσας και ζήτησε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. «Έβλεπα γνωστούς και συγγενείς που έρχονταν με μία γραβάτα με μια αλογοκεφαλή επάνω και το ήθελα και εγώ. Δεν με άφηνε να το κάνω, μέχρι που έκλεισα τα 13, τελείωσα το σχολείο και βγάλαμε ναυτικό φυλλάδιο για προϋπηρεσία, χωρίς ακόμη να ταξιδεύω. Κάποια στιγμή έφυγα, μπήκα σε ένα καίκι και κάναμε δρομολόγιο Οία Θηρασιά. Πληρωνόμουν και ναυτολογούσα το φυλλάδιό μου για προϋπηρεσία. Ο ένα από τους ιδιοκτήτες με έκανε μηχανικό στο σκάφος τους στα 14 μου. Δεν έκανα σπουδαία πράγματα βέβαια, αλλά μου είχαν μάθει σε περίπτωση ανάγκης τι να κάνω. Στα 15 υποχρέωσα τον πατέρα μου να ρωτήσει από τον Μάρκο Νομικό, που ήταν συγγενής μας και εφοπλιστής στον Πειραιά, να με πάρει στα καράβια του. Εκείνος ήθελε να πάω στο σχολείο, να μορφωθώ και να δουλέψω αργότερα στην εταιρία του. Ωστόσο εγώ επέμενα και τελικά με έστειλε στην Αγγλία, σε ένα καράβι που κατασκεύαζαν στο Λονδίνο για 25 μέρες. Με εκείνο το καράβι πήγαμε Αμερική, ήταν το πρώτο μου ταξίδι. Δεν μου επέτρεψαν σε εκείνο το ταξίδι να βγω από το πλοίο, αλλά στο δεύτερο βγήκα και η εμπειρία μου με έκανε να την συμπαθήσω πολύ.»
Στο δεύτερο ταξίδι του στην Αμερική αποφάσισε να την κοπανήσει απ’ το πλοίο και να δοκιμάσει την τύχη μου στη Νέα Ήπειρο. Το μεράκι για τα καράβια του έφυγε όταν αντίκρισε πρώτη φορά την ζωή εκεί. Χωρίς χρήματα, χωρίς γνωστούς, βρήκε κάποιους Έλληνες που με την ευκαιρία της ανάγκης του για δούλευα τον έκαναν λαντζιέρης σε εστιατόρια για μερικά δολάρια. Ένα σπασμένο πόδι από απροσεξία της στιγμής, ήταν το εισιτήριό του για την Ελλάδα. Έπειτα, πήγε και ήρθε στην Αμερική κάμποσες φορές, ώσπου αποφάσισε να γυρίσει και να μείνει ως το ‘76. Εκείνο το καλοκαίρι γύρισε στην Ελλάδα, έμεινε τρεις μήνες και αποφάσισε να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη, να μαζέψει τα υπάρχοντά μου και να φτιάξει ένα εστιατόριο μαζί με την γυναίκα του στην Θηρασιά, για τον κόσμο που ερχόταν στο νησί και δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Το μαγαζί του ήταν από τα πρώτα μαγαζιά για τους νεοφερμένους τουρίστες. Τα καλοκαίρια τα περνούσε στο νησί και τους χειμώνες στην Αμερική. Δεν περίμεναν να βγάλουν χρήματα από αυτό το εστιατόριο, απλά ήθελε όσα είχαν δει τα μάτια του στην άλλη άκρη να τα εφαρμόσει στο νησί για συμβάλει όσο μπορούσε την ανάπτυξή του και ταυτόχρονα να το γνωρίσει καλύτερα. «Η ανάπτυξη ενός τόπου δεν είναι το προσωπικό συμφέρον, είναι το συνολικό συμφέρον. Πρέπει όλοι μαζί να δημιουργούμε κάτι για τον τόπο μας, γιατί αν δεν το κάνουμε πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Και αυτό το βλέπω να συμβαίνει και τώρα. Όλοι κοιτάνε και κανείς δεν κάνει κάτι.»
Κείμενο: Χριστίνα Κυπαρισσά