Γεννημένος την ημέρα του Πανορμίτη εν έτη 1924, ο Γιώργος Κανάκης είχε πάντα την Όλυμπο για μόνιμη κατοικία του. Σ’ αυτή γεννήθηκε, ανάμεσα σε 5 αδέρφια, και σ’ αυτή σκοπεύει να αποθάνει.
Είχε αναλάβει τα φουρνέλα, τους δυναμίτες, όταν άρχισε το 1957 η διάνοιξη του δρόμου που ένωσε την Όλυμπο με το νησί. Δεν είχαν κομπρεσέρ οι εργάτες, έκανε εκείνος τις ανατινάξεις και από πίσω δούλευαν φτυαρίζοντας ολημερίς να ανοίξουν δρόμο. Ήξερε τη δουλειά και την περιοχή και οι μηχανικοί τον εμπιστεύονταν πολλές φορές στο πόδι τους. Δεν είχε όμως άδεια χειρισμού εκρηκτικών και οι ΜΟΜΑ είχαν ζητήσει να προσληφθεί στη θέση του αδειούχος. «Εγώ ήμουν ο πρακτικός, εκείνος ο αδειούχος». Ο νους του είναι κοφτερός, παρά τον έναν αιώνα που κοντεύει, και θυμάται από τη δουλειά του λεπτομέρειες και συνεργάτες με το μικρό τους και το επίθετο. Θυμάται πως λέγανε και τους Ιταλούς μηχανικούς το ‘40 που ήρθαν στο νησί κατακτητές. Με τους Ιταλούς τα πράγματα ήταν πιο εύκολα λέει, μας έδιναν δουλειά, την κάναμε και όλα καλά. Με τους Γερμανούς όλα άλλαξαν. Έπεσε πείνα, γινόντουσαν βαρβαρότητες και ο κόσμος επιβίωνε δύσκολα. Όλες οι τρίχες τους ήταν από ψείρα φορτωμένες. Βράζανε τα ρούχα στο νερό και γέμιζε η επιφάνεια ψείρα. Τρώγανε αν και όποτε βρίσκανε. Ανάμεσα στους άνδρες του χωριού από 17 έως 70 ετών, που μάζεψαν οι Γερμανοί κατακτητές σε ένα εμπάρκο, με αφορμή τις υποψίες για προπαγάνδα και αντικατασκοπεία, ήταν και εκείνος. Τους πήγαιναν λέει για το Νταχάου και αν δεν ήταν στην τύχη τους να βουλιάξει το καράβι, θα είχανε γίνει όλοι σαπούνι. Όταν κάποια στιγμή δούλευε στην Κρήτη, του πρότεινε ένας μηχανικός να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα, αλλά εκείνος πάντα τέτοιες προτάσεις τις αρνιόταν. Δεν μπορεί να ζήσει μεσ΄ την πολιτεία, μεγάλωσε και έμεινε μια ζωή άνθρωπος του βουνού και της φύσης. Εκεί που μπορεί κάνει όσα αγαπά. Είχε και το ψάρεμα μεγάλη αγάπη, χανόταν στην θάλασσα. Έφερνε ψαροντούφεκα από την Αμερική, έβρισκε τα τελευταία μοντέλα, και όποτε άλλαζε ένα, το παλιό το χάριζε. Στη ζωή του παρά τα όσα έχει δει και έχει ζήσει, πάντα το κακό ήθελε να το παραμερίζει. Επέλεγε να σκαρώνει μαντινάδες και όσο είχε τη σύντροφό του δίπλα του, πάντα τραγουδούσε. Πρωτομερακλής και πρωτοχορευτής ήταν στην Όλυμπο και ακόμη τον ψάχνουν για να γλεντήσουν μαζί του. Απ’ όταν έχασε την σύντροφό του όμως, έχασε τον κόσμο και τώρα πια μόνος σε αυτή την ηλικία δεν του λείπει άλλο παρά «Το μυαλό μου μου λείπει. Τίποτε άλλο. Η ηλικία και τα χρόνια που φέρνουν τους γιατρούς και παίρνουν το μυαλό.»
«Κλείσε την πόρτα καφετζή τον σατανά να διώξω, να μην ακούν όσοι περνούν ότι γλεντώ απ’ όξω» (αυτοσχέδια μαντινάδα από ένα γλέντι κάποτε, σε κάποιο καφενείο της Ολύμπου)”
Κείμενο – Αφήγηση: Χριστίνα Κυπαρισσά