Σε αυτό το μυστικιστικό τοπίο γεννήθηκε και βίωσε την ενηλικίωσή του ο Σαράντος Σαράντος. Το όρος Σάος ή αλλιώς Φεγγάρι έμελλε για εκείνον να γίνει από λίκνο μέχρι συμπορευτής ονείρων κι απόηχος φίλου σιωπηλού κι εχέμυθου. Ανέβηκε το βουνό κάνοντας τα πρώτα του βήματα κι έκτοτε, παρέα με τον αδελφό του Γιάννη, τα πόδια του το θώπευσαν αμέτρητες φορές νύχτα και με κλειστά τα μάτια. Έκτοτε με χαρά σε κάθε του αλματώδες βήμα στοχεύει την κορυφογραμμή συνοδεύοντας τα ζωάκια του ή για να πιει νερό και ως γνήσιος βουκόλος να τραγουδήσει «Σαμοθράκη σ’ αγαπώ».
Πώς να μην αγαπήσει κανείς έναν τέτοιο τόπο, ένα τέτοιο βουνό απρόσιτο κι απάτητο, ένα τέτοιο ανέγγιχτο κι απρόσβλητο απ’την πολυκοσμία ονειρικό τοπίο; Συνάμα όμως κι επικίνδυνο, γι’ αυτό ο Σαράντος χρειάστηκε πολλές φορές να διασώσει ανθρώπους παγιδευμένους στα δύσβατα βουνά της Σαμοθράκης. Ως και οι διασώστες σ’αυτόν θ’ απευθυνθούν για την πολύτιμη βοήθειά του, για την αδιανόητη ικανότητά του να περιδιαβεί το βουνό σε όλα του τα μύχια σημεία με την ευκινησία και την ταχύτητα εριφίου. Οπλισμένος με αυτές, ήδη στα 15 του, θα κάνει μια διαδρομή που απαιτεί τέσσερις ώρες μόλις σε μία για να καλέσει βοήθεια, έχοντας ήδη φροντίσει τον βαριά τραυματισμένο πατέρα του, όταν μια πέτρα συνέθλιψε το πόδι του κατά τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, κι έχοντας ήδη ανάψει φωτιά. Έπειτα, κουβάλησε μια σκάλα για φορείο και με τη βοήθεια συχγωριανών του ο πατέρας του μεταφέρθηκε στο χωριό.
Είναι συγκινητική η σχέση του Σαράντου με το βουνό του. Εκείνο έχει μοιραστεί μαζί του όλα του τα μυστικά και του έχει αφηγηθεί ως και τον έρωτα του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας. Ο ίδιος έχει χαρτογραφήσει στον ορεσίβιο νου του κάθε δέντρο, κάθε ρίζα, κάθε φύλλωμα και κάθε κλαδί. Χαμένος μια μέρα λόγω πυκνής ομίχλης, βρήκε μετά από ώρες τον προσανατολισμό του επειδή αναγνώρισε ένα δέντρο. Κι εκείνο τον αναγνώρισε, σίγουρα. Πώς αλλιώς;