Μόνο θαυμασμό αισθάνεται κανείς αν ρίξει μια ματιά στη ζωή του Δημήτρη Χατζή, τα χέρια του οποίου καταπιάστηκαν ισοβαρώς και επαξίως με διάφορες εργασίες και τέχνες, όμως πρωτίστως πήραν το καρδιόσχημο σχήμα της αγκαλιάς, όταν με μεγάλη ενσυναίσθηση υιοθέτησε ένα παιδάκι από την Αιθιοπία προτού κάνει με τη γυναίκα του τα δικά του παιδιά. Η επιθυμία της υιοθεσίας γεννήθηκε εντός του κατά τα ταξίδια του στην Αφρική και ύστερα από τις εικόνες που αντίκρισε εκεί: στον καταστροφικό λιμό της Αιθιοπίας του 1991 είδε ανθρώπους με απαράμιλλη αξιοπρέπεια να παλεύουν να καλύψουν την πιο ζωτικής σημασίας ανάγκη και είδε τους λιμενεργάτες να παρηγορούν για λίγο την πείνα τους με την τροφή που τους πρόσφερε κατά την εκφόρτωση προϊόντων. Εκείνο ήταν απλώς ένα παιδάκι, εκείνος όμως ήταν τα πάντα για αυτό. Θεωρούσε πολύ σημαντικό τα μετέπειτα παιδιά του να γνωρίσουν ένα «διαφορετικό» παιδί και πίστευε πως αν οι άνθρωποι εκεί έβλεπαν τον κόσμο μας θα έφταναν στην αλλοτρίωση και θα έχαναν την ευτυχία τους, όποια κι αν ήταν εκείνη.
Η Τήνος είχε την τιμή του γενεθλίου τόπου του γενναιόψυχου θαλασσινού αλλά και πολυτεχνίτη Δημήτρη Χατζή, μία μέρα του 1961. Έφυγε πολύ νωρίς απ’ το νησί του για να υπηρετήσει ως μηχανικός στα καράβια, τα οποία και τελικά υπήρξαν συνοδοιπόροι του για περίπου μια εικοσαετία, και μόλις στα 27 του χάρη στην εργασία και την εργατικότητά του έχτισε σπίτι. Του άρεσε πολύ η θαλασσινή του πορεία, αλλά η επιθυμία του για οικογένεια τον προσανατόλισε σε στεριανές τεχνουργίες: επιστρέφοντας από τα καράβια ξεκίνησε ως βοηθός σιδηρουργού και μαρμαροτεχνίτη και έφτασε να κατέχει στο έπακρον την τέχνη της σιδηρουργίας χάρη στην αγάπη του προς εκείνη, την οποία και δεν μείωσε ούτε στο ελάχιστο ακόμη και η απώλεια ενός δαχτύλου του. «Αυτή η δουλειά σπάει κόκκαλα», λέει χαρακτηριστικά, κι ενώ παλιά υπήρχε η ελπίδα να καταπιαστούν με αυτήν οι νέοι, πλέον αισθάνεται πως έχει απομείνει ο τελευταίος τεχνίτης. Όταν, ακόμη νεαρός, μάθαινε τ’ απογεύματα τη σιδηρουργία, τα πρωινά εργαζόταν ως μαραγκός, κι ήτανε τότε που οι μοίρες όρισαν τη γνωριμία του με την γυναίκα του, όταν ο συνεργάτης του μεσολάβησε να γνωριστούν, κι εκείνοι παντρεύτηκαν μέσα σε έξι μήνες. Υπήρξε, μάλιστα, η πρώτη καθολική που πήγε στο χωριό του. Δεν είναι μόνο ο σίδηρος, το μάρμαρο και το ξύλο εκείνες οι πρώτες ύλες που κέρδισαν από νωρίς το ενδιαφέρον του, μα ασχολείται πλέον και με τ’ αμπέλια, τα χωράφια και τα ζώα.
Ο πολυπράγμων Δημήτρης Χατζής θυμάται πως την εποχή που ταξίδευε έχανε τις εποχές, τις οποίες και άρχισε να απολαμβάνει μετά την επιστροφή του: τότε άρχισε να συλλέγει χορταρικά και φρούτα, τότε να περιμένει τα πρωτοβρόχια για την καλλιέργεια της γης, όπως και την άνοιξη για να κάνει μπάνιο στη θάλασσα. Όλα αυτά τα είχε στερηθεί. Προτίμησε να ταξιδεύσει μαζί με τη γυναίκα του όσο περισσότερο μπορούσε, κι όχι να επιδοθεί σε μια ανούσια και περιττή χρηματοσυλλογή. Μα πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει «παρατηρητής του κόσμου και της ιστορίας», όπως ο ίδιος λέει; Αναφορικά, με την αντίληψη που έχει του έθνους του γενικά αλλά και του τόπου του ειδικά, αναρωτιέται «πώς γίνεται ο Έλληνας που δημιούργησε την ιστορία, σήμερα να είναι ανιστόρητος», ενώ δηλώνει πως εκείνος «που δεν έχει φύγει από την γενέτειρά του δεν μπορεί να την εκτιμήσει». Η ζωή του, όμως πρωτίστως, περνάει πολύ δυνατά μηνύματα, γροθιά στην ασχήμια κι ελπίδα αλλαγής: αγάπη για τον άνθρωπο με αλληλέγγυα συναισθήματα, αγάπη για το εμείς και τη συντροφική συνύπαρξη, αγάπη για τη φύση και τη χαρά που δίνει η αξιοποίησή της, αγάπη για την εργασία, τη δημιουργικότητα και την αξία της στη ζωή μας.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου