Γεννήθηκε μέσα στον πηλό, αγγειοπλάστης πέμπτης γενιάς, που εάν είχε αγνοήσει το θέλημα της καρδιάς του, ακολουθώντας αυτό του πατέρα του, σήμερα θα είχε γίνει κλητήρας ή τσαγκάρης. Ωστόσο, ο Ανδρέας Μάκαρης, θέλησε να περάσει τη ζωή του με τα χέρια βουτηγμένα στον πηλό.
Επιτρέπει στην κάθε μέρα να του υποδείξει τι μέλλει να δημιουργήσει και πού θα τον πάει η έμπνευσή του. Αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να απορρίψει, ακόμη και τα ίδια του τα έργα, γιατί αυτός πιστεύει πως είναι ο δρόμος για να εξελιχθεί μια τέχνη όπως η κεραμική. «Το καλύτερο μου αντικείμενο δεν το έχω φτιάξει ακόμη».
Με την σύντροφό του, ανακάλυψαν το 1973 μία Σαντορίνη σχεδόν ανέγγιχτη, με φύση, χρώμα, ταβερνάκια με καλό κρασί, ανθρώπους που λέγαν καλημέρα. Αυθεντική μέσα στη μοναδική ομορφιά της. Αποφάσισαν να μείνουν εδώ και έκλεισαν χώρο για το πρώτο τουε εργαστήριο δίνοντας όλα τα χρήματα των διακοπών τους για καπάρο.
Έμπνευση στην τέχνη της κάθε μέρας τους είναι ακόμη η καλντέρα που σε κάνει να συνειδητοποιείς πως ζεις πάνω σε έναν πλανήτη με τόσα ιδιαίτερα φαινόμενα. Το μαύρο της λάβας που γίνεται λευκό, καθώς αντανακλά το φως του ήλιου. Ο χειμώνας που αποκαλύπτει μια Σαντορίνη διαφορετική.
Και αν γύριζε ο χρόνος πίσω, πάλι εδώ θα έβλεπαν τη ζωή τους. Γιατί εδώ έχουν ζήσει νύχτες απόλυτης ηρεμίας, με την πανσέληνο να φέγγει τον δρόμο της επιστροφής από την Οία και εκείνοι να αφήνουν τη μηχανή του αυτοκινήτου σβηστή, δίχως φώτα, για να μπορούν να αφουγκράζονται μόνο τη φύση. Εδώ έχουν δημιουργήσει το δικό τους νησί, με το εργαστήριό τους, το αμπέλι τους, τις κότες τους, τις βραδιές με φίλους, την δική τους Σαντορίνη.