Με τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στο νησί από τα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ., η Αμοργός κατέστη καταλυτική στη διαμόρφωση του Πρωτοκυκλαδικού (3200-2000 π.Χ) και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Κυκλαδικού πολιτισμού, καθότι από την εποχή αυτή έχουν ανασκαφεί 12 ακροπόλεις, όπως και ερείπια οικιών και νεκροταφείων. Περί το 2200-1900 π.Χ. η Αμοργός αποικίζεται από Μινωίτες, οι οποίοι και ιδρύουν στον κόλποτων Καταπόλων τη Μινώα, τη μία από τις τρεις σημαντικές αρχαίες πόλεις του νησιού. Στα σημερινά Κατάπολα έχει εντοπιστεί θολωτός Μηκυναϊκός τάφος και ναός του Πυθίου Απόλλωνα, αρχιτεκτονικά μέλη του οποίου έχουν εντοιχιστεί σε τρεις εκκλησίες του νησιού, ενώ και στο Ξυλοκερατίδι έχουν εντοπιστεί Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι (13ος-12ος αι. π.Χ.) και σημαντικά λείψανα του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Κατά τη γεωμετρική εποχή (9ος-8ος αι. π.Χ.) Ιωνικά φύλα από τη Νάξο αποικίζουν το νησί και ιδρύουν την Αρκεσίνη στη σημερινή περιοχή Καστρί, ενώ τον 7ο αι. π.Χ. Ίωνες της Μιλήτου ιδρύουν την Αιγιάλη κοντά στα σημερινά Θολάρια. Πιο συγκεκριμένα, από αρχαία σχόλια στον Διονύσιο τον Περιηγητή πληροφορούμαστε πως Ίωνες με επικεφαλής τον Νάξιο και προερχόμενοι από την Αττική αποικίζουν την Αμοργό. Όσον αφορά στη θέση της, η Αμοργός βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο των Κυκλάδων, νοτιοανατολικά της Νάξου. Ο Σκύλαξ, που συγκαταλέγει την Αμοργό στις Κυκλάδες ήδη από τον 4ο αι. π.Χ., την χαρακτηρίζει τρίπολιν, ενώ ο Αίλιος Ηρωδιανός, όπως και ο Στέφανος ο Βυζάντιος κατονομάζουν τις τρεις αρχαίες πόλεις του νησιού. Στις Κυκλάδες συγκαταλέγει το νησί και ο Χάραξ από την Πέργαμο, κατά τον οποίο ονομάζεται και Αμόργιον και ο Ηρωδιανός, ο οποίος την καταγράφει και ως Άμοργο.
Οι τρεις μεγάλες πόλεις της Αμοργού Μινώα, Αρκεσίνη και Αιγιάλη ή Μελανία άκμασαν κατά τους ιστορικούς χρόνους και αποτέλεσαν την Κοινοπολιτεία της Τριπόλεως μέχρι τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αμοργού εκτίθενται έργα γλυπτικής από τις τρεις αρχαίες πόλεις του νησιού, χρονολογούμενα από την Αρχαϊκή έως και τη Ρωμαϊκή περίοδο, ενώ προερχόμενα από την ανασκαφή της Μινώας (1981-1991) εκτίθενται έργα κεραμικής όπως και ευρήματα μικροτεχνίας από χαλκό, χρυσό, ελεφαντοστό και ύαλο, χρονολογούμενα από τον 8ο π.Χ. έως και τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Μαζί με την Αστυπάλαια η Αμοργός συνιστούσε το κοντινότερο σημείο επαφής με τις ακμάζουσες στην αρχαιότητα πόλεις της Εφέσου, της Μιλήτου και της Αλικαρνασσού στα ιωνικά παράλια.
Κατά την κλασική εποχή, η Αμοργός παρουσιάζει ανεπτυγμένες τις σχέσεις της με τις Ιωνικές πόλεις, αλλά καιέντονη εξαγωγική εμπορική δραστηριότητα, καθώς όπως μάς πληροφορούν ο Αριστοτέλης και ο Ηρακλείδης ο Λέμβος παρήγαγε σε μεγάλες ποσότητες κρασί, λάδι και οπωροκηπευτικά. Κατά τον 3ο και 2ο αι π.Χ., και οι τρεις αρχαίες πόλεις του νησιού κόβουν μερικά χάλκινα νομίσματα, με τη λατρεία του Διονύσου στο νησί να αποτυπώνεται στα νομίσματα της Μινώας και της Αρκεσίνης, στα οποία απεικονίζεται κισσοφόρος η κεφαλή του θεού και ένας κάνθαρος (αγγείο συνδεδεμένο με τη διονυσιακή λατρεία).
Με το όνομα Μινώα ή Μίνωα καταγράφονται από τον Ηρωδιανό και από τον Στέφανο τον Βυζάντιο περισσότερες πόλεις: εκτός από αυτήν της Αμοργού, υπήρχε και μία στη Σίφνο που είχε και κρήνη ονόματι Μινώα, στην Πάρο και στην Κρήτη, αλλά και στη Σικελία και στην Αραβία. Όμως, και ένα άλλο νησί κοντά στα Μέγαρα ονομαζόταν Μινώα, όπως και η Γάζα, που ονομάστηκε έτσι από τον Μίνωα όταν αυτός πήγε εκεί μαζί με τους αδελφούς του Αιακό και Ραδάμανθυ, όπως καταθέτει ο Ηρωδιανός.
Κατ’ εξαίρεση η Αμοργός, δεν οφείλει το όνομά της σε κάποιον μυθικό οικιστή, αλλά στο φυτό αμοργίς, ένα είδος λιναριού από το οποίο κατασκευάζονταν κατά το Λεξικό, τουλάχιστον, του Παυσανία από τη Συρία Αττικών ονομάτων συναγωγή, του Φωτίου και του Σούδα, οι γυναικείοι χιτώνες του νησιού άλικοι αμοργίδες. Οι άλικοι αμοργίδες είχαν πορφυρό χρώμα επειδή βάφονταν από το εντόπιο εξίσου φυτό ροκκέλα τη βαφική (roccella tinctoria λατ. oricellum). Ωστόσο, ο Ευστάθιος στα σχόλιά του στον Διονύσιο τον Περιηγητή, υποθέτει πως είχαν πρασινωπό χρώμα επειδή η λέξη αμόργη σημαίνει την υποστάθμη του λαδιού.
Φαίνεται, όμως, ότι δεν είχε υπόψη του τις αναφορές τόσο του Etymologicum Gudianum του 10ου αι. μ.Χ., όσο και του Etymologicum Magnum του 12ου αι. μ.Χ., κατά τα οποία η λέξη αμόργη σημαίνει την υποστάθμη του λαδιού και τον τρύγο, σημαίνει όμως και ένα πορφυρό βότανο, από το οποίο ονομάζονταν τα πορφυρά ενδύματα. Προφανώς η ροκκέλα η βαφική ονομαζόταν παλαιότερα αμόργη. Στο Etymologicum Magnum αναφέρεται, επιπλέον, ότι αμοργίνος σημαίνει ερυθρός, ενώ στα Anecdota Graeca η λέξη αμόργινα ερμηνεύεται ως πορφυροβαφῆ νήματα και λεπτά.
Οι Αμοργίνοι χιτώνες, στους οποίους αναφέρεται η Λυσιστράτη στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη, ήταν πολυτελείς, όπως αναφέρει ο Πλάτων σε επιστολή που του αποδίδεται, ενώ o Αρποκρατίων καταγράφει πως μνημονεύονται από τους κωμικούς ποιητές. O Δίων ο Κάσσιος αναφέρει στη Ρωμαϊκή του ιστορία πως κατά την επιταγή του υπάτου Κάτωνα οι γυναίκες έπρεπε να κοσμούνται με αρετές όπως είναι η σωφροσύνη και η φιλανδρία και όχι με χρυσάφια, πολύτιμους λίθους και αμοργινά ενδύματα. Όμοιοι με βύσσο, το πολυτελές ύφασμα ή ένδυμα από αιγυπτιακό ή ινδικό λινάρι, καταγράφονται οι Αμοργινοί χιτώνες στο Λεξικό του Αρποκρατίωνα, του Παυσανία από τη Συρία και του Φωτίου, ενώ επιπλέον πολυτελείς και αραχνοΰφαντοι στο Λεξικό του Σούδα.
Ωστόσο, παλαιότερα, κατά τον Πλίνιο, ονόματα της Αμοργού υπήρξαν τα Μαχία, Υπέρα, Πατάγη και Πλατάγη,ενώ ο Στέφανος ο Βυζάντιος καταθέτει τo Παγκάλη, το οποίο αναφέρει πολύ νωρίτερα και ο Ηρωδιανός, το Ψυχίακαι το Καρκησία από τον Νάξιο οικιστή της Καρκήσιο. Επιπλέον, ο Ηρωδιανός στην Καθολική του προσωδία κατονομάζει Δῖαι τέσσερα νησιά: εκτός από τη Νάξο, άλλα τρία κοντά στη Μήλο, στην Αμοργό και στην Κνωσσό της Κρήτης. Περαιτέρω, μια ιστορικής φύσεως πληροφορία που λαμβάνουμε από το Πάριο χρονικό είναι ότι στην Αμοργό έγινε επί του Αθηναίου Κηφισόδωρου το 322 π.X. μια ναυμαχία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά την οποία ηττήθηκε η Αθήνα, χάνοντας οριστικά τη ναυτική της κυριαρχία.
Σχετικά με τα λογοτεχνικά δρώμενα του νησιού, γνωστός με το προσωνύμιο Αμοργίνος κατά τον Ερυκίνο, Αμόργιος κατά τον Χάρακα από την Πέργαμο και Αμοργίτης κατά τον Νικόλαο τον Δαμασκηνό, όπως καταγράφει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, έμεινε στην ιστορία ο ποιητής Σημωνίδης (7ος-6ος αι. π.Χ.), που έδρασε στη Μίνωα. Έμεινε γνωστός στην ιστορία των γραμμάτων με το προσωνύμιο Αμοργίνος, επειδή, αν και καταγόμενος από τη Σάμο, όπως μάς πληροφορεί ο Φώτιος στη Βιβλιοθήκη του, οδήγησε μια αποικία από την πατρίδα του στην Αμοργό.
Στο νησί πλέκει ιστορία η Παναγία Χοζοβιώτισσα που χτίζεται το 1088 επί Αλέξιου Α’ Κομνηνού, ενώ την εποχή της Ενετοκρατίας μαρτυρούν το Κάστρο στη Χώρα (13ος αι. μ.Χ.) και ένας τετράγωνος Πύργος στα Θολάρια. Φαίνεται ότι εκτός από κοινό μυθολογικό υπόβαθρο της προϊστορικής εποχής μεταξύ Αμοργού και Γάζας, εφόσον αμφότερες εποικίστηκαν από τον Μίνωα, υφίσταται και συνεκτικός δεσμός κατά τα πολύ μεταγενέστερα και ιστορικά χρόνια, αφού το όνομα της Χοζοβιώτισσας προήλθε εκ παραφθοράς από το Χοζιβίτισσα ή Κοζιβίτισσα. Το Χοζιβίτισσα ή Κοζιβίτισσαπροήλθε με τη σειρά του από το τοπωνύμιο Χοζεβά ή Κοζιβά, το σημερινό Wadi Qilt της Παλαιστίνης, όπου κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρχε ακμάζουσα μοναστηριακή κοινότητα και από όπου έφτασε διά θαλάσσης στο νησί η εικόνα της Παναγίας. Οι σχέσεις της Αμοργού με τους Αγίους Τόπους επικυρώνονται και από τη συχνότητα εμφάνισης του επωνύμου Γαβαλάς, που παραπέμπει στην ιστορική πόλη Γάβαλα της Συρίας.
Εκτός από τα πασίγνωστα αρχαιόθεν πορφυρά και αραχνοΰφαντα γυναικεία ενδύματα, το νησί εντυπωσιάζει με το φυσικό του κάλλος, την οικολογική και αισθητική του αξία. Τα όμορφα μονοπάτια του νησιού καλλωπίζει η μεσογειακή του βλάστηση με τυπικά είδη όπως σκίνα, πουρνάρια, αριές, ήμερες βελανιδιές, θαλασσόκερδα, χαρουπιές και αγριελιές. Στους ασβεστολιθικούς του βράχους φυτρώνουν γύρω στα 1100 χασμοφυτικά ενδημικά φυτά, ενώ το επίθετο αμοργινό στα ονόματα των περισσοτέρων εξ αυτών, όπως είναι το ερύγγιο το αμοργινό ή το ελίχρυσο το αμοργινό, αναδεικνύει την υψηλή βοτανική αξία του νησιού.
Ακόμη, εντυπωσιάζουν τα πάρα πολλά είδη ορχιδέας, ενώ αμφίβια όπως οι πρασινόφρυνοι, θηλαστικά όπως η μεσογειακή φώκια monachus-monachus και πτηνά, μεταναστευτικά όπως ο μαυροπετρίτης αλλά και αρπακτικά όπως οι γερακίνες, βρίσκουν καταφύγιο στους βιοτόπους του νησιού Corine (βορειοανατολική Αμοργός) και Natura (βόρεια Αμοργός). Επιπλέον, ο αιγαιoγλάρος ζει ανενόχλητος στις βραχονησίδες Μικρό και Μεγάλο Βιόκαστρο, στην ανατολική και στη νότια πλευρά του νησιού αντίστοιχα (Natura 2000).
Τα γαλαζοπράσινα νερά της Αμοργού που πλαισιώνουν βραχώδη τοπία ενέπνευσαν το 1988 τον Λυκ Μπεσόν να σκηνοθετήσει μεγάλο μέρος της ταινίας του Απέραντο Γαλάζιο (Le Grand Bleu) στην Αμοργό, στο χωριό της Αγίας Άννας και το μοναστήρι της Παναγίας Χοζιοβιώτισσας, ταινία με την οποία έκανε το νησί γνωστό στα πέρατα του κόσμου. Το νησί διαθέτει Αρχαιολογικό, Λαογραφικό και Εκκλησιαστικό Μουσείο με χριστιανικά κειμήλια μεγάλης ιστορικής και θρησκευτικής αξίας.
Στον Πύργο του Γαβρά, ένα διώροφο κτήριο του 16ου αι. με βενετσιάνικο αρχιτεκτονικό ρυθμό, στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο στη Χώρα της Αμοργού, στο οποίο προβάλλονται εκθέματα από την Προϊστορική περιόδο και την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (4η π.Χ. χιλιετία), έως και το τέλος του αρχαίου κόσμου. Ανάμεσα στον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εκθεμάτων ξεχωρίζουν ένας μαρμάρινος κορμός κούρου από τα Θολάρια Αιγιάλης, πιθανότατα Ναξιακού εργαστηρίου του 6ου αι. π.Χ. και ένας κορμός μαρμάρινου αγάλματος γυναικείας μορφής, ενδεχομένως της θεάς Άρτεμης, από τη Μινώα, εξίσου του 6ου π.Χ. αιώνα.
Το Λαογραφικό Μουσείο στη Χώρα της Αμοργού και πρώην οικία του αγωνιστή του 1821 Θεόδωρου Πάσσαρη, φιλοξενεί υφαντά, στάμνες και κιούπια, εργαλεία της αγροτοκτηνοτροφικής δραστηριότητας, όπως είναι ο μυλόλιθος, εξαιρετικά δείγματα της καλαθοπλεκτικής τέχνης, καθώς και φωτογραφίες Αμοργιανών παλαιότερων γενεών. Επιπλέον, δίνεται έμφαση σε αρχιτεκτονικά στοιχεία τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά του παραδοσιακού Αμοργιανού σπιτιού, όπως είναι οι υπόγειες στέρνες, ο αποκρέβατος, το εικονοστάσι και ο κτιστός φούρνος, ενώ οπτικοακουστικές δραστηριότητες με αφηγήσεις εντόπιων ιστοριών, θρύλων και παραμυθιών πλαισιώνουν δημιουργικά τα εκθέματα.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ