Μια μέρα ο Δίας οργίστηκε πολύ με την Ήρα. Ο Ήφαιστος μπήκε ανάμεσά τους για να σώσει τη μητέρα του από το μένος του θεού, όμως εκείνος τον άρπαξε και τον έριξε με φόρα κι ο Ήφαιστος γκρεμίστηκε στη Λήμνο. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, τους οποίους ο Όμηρος αποκαλεί Σίντιες, τον περιέθαλψαν κι αυτός γι’ αντάλλαγμα τους έμαθε την τέχνη της μεταλλουργίας. Ο ποιητής Οβίδιος αναφέρει στους Fasti ότι στη Λήμνο λατρεύεται ο μεταλλουργός θεός, επιβεβαιώνοντας έτσι την ομηρική αναφορά στην ύπαρξη της λατρείας του Ηφαίστου στο νησί. Άλλωστε, ο ίδιος ο θεός της φωτιάς, της μεταλλουργίας και του προηγμένου τεχνολογικού πολιτισμού διηγείται στην Ήρα τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε στη Λήμνο, πώς κατακρημνίστηκε εκεί εκ του Ολύμπου από τον οργισμένο Δία, πώς έσπασε τότε το πόδι του και πώς οι εντόπιοι Σίντιες έσπευσαν να τον βοηθήσουν.
Ο Όμηρος κοσμεί τη Λήμνο με το επίθετο ἠγαθέη για να αποδώσει την ιερότητά της αλλά και με τους προσδιορισμούς ἐϋκτιμένη και ἐυκτίμενος για να αποδώσει την όμορφη ρυμοτομία της. Την ίδια στιγμή το νησί κατονομάζεται στον Όμηρο και πόλη του θείου Θόαντα, γιού του Διονύσου και της Αριάδνης, και πατέρα της βασίλισσας της Λήμνου Υψιπύλης που έσμιξε με τον Ιάσονα όταν αυτός κι οι Αργοναύτες στον δρόμο τους για το χρυσόμαλλο δέρας στάθμευσαν στο νησί. Γι’ αυτό και ο Νόννος στα Διονυσιακά του χαρακτηρίζει τη Λήμνο νυμφήιον του Ιάσονα και της Υψιπύλης, τόπο δηλ. της ερωτικής τους σύζευξης, καρποί της οποίας υπήρξαν οι δύο γιοι τους, ο Εύνηος και ο Νεβροφόνος κατά τον μυθογράφο Απολλόδωρο.
Εν τω μεταξύ, η ομηρική ιερότητα (ἠγαθέη), η ομορφιά της Λήμνου (ἐϋκτιμένη – ἐυκτίμενος), όπως και ο προηγμένος τεχνολογικός της πολιτισμός λόγω του Ηφαίστου δεν την έσωσαν από τους μεθομηρικούς μελανούς της χαρακτηρισμούς που οφείλονται στο έγκλημα των Λημνίων: όταν η Υψιπύλη επιτρέπει στους Αργοναύτες να μείνουν στο νησί, έχει ήδη προηγηθεί ένα γεγονός που έμελλε να πάρει τις διαστάσεις παροιμίας, γι’ αυτό κατεγράφη και από παροιμιογράφους. Από τον Πίνδαρο ως και τουλάχιστον τον Μιχαήλ Αποστόλιο, παροιμιογράφο του 15ου αι. μ.Χ., οι σχετιζόμενοι όροι με κάθε τι το Λήμνιον (π.χ. κακόν ή χείρ) καταγράφονται από ποιητές, ιστορικούς, παροιμιογράφους, μυθογράφους και λεξικογράφους ως κάτι το φοβερό και απεχθές, καθότι αναφέρεται στην απόφαση των Λημνίων γυναικών να εκδικηθούν τους άπιστους συζύγους τους σφάζοντας τον ανδρικό πληθυσμό του νησιού.
Την πρώτη αναφορά στη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού του νησιού, μάς την παρέχει ο Πίνδαρος στον 4ο Πυθιόνικο (Πινδ. Πυθ. 4.251-252), όπου πληροφορούμαστε πως το ἔθνος των Λημνίων γυναικών, με το οποίο έσμιξαν οι Αργοναύτες, υπήρξε ἀνδρόφονον. Μόνη η Υψιπύλη, την ιστορία της οποίας αποδίδει μοναδικά ο Οβίδιος, θα φυγαδεύσει τον πατέρα της Θόαντα και θα τον σώσει από τον θάνατο. Εκτός από την Αργοναυτική εκστρατεία η Λήμνος σχετίζεται και με τον Τρωικό πόλεμο (1250-1240 π.Χ.), κατά τη διάρκεια του οποίου πληροφορούμαστε στην Ιλιάδα σχετικά με τις ικανότητες του Ιασονίδη Εύνηου στο εμπόριο και τις διπλωματικές του προσεγγίσεις, καθώς είχε στείλει με πλοία κρασί στους Έλληνες κι εκείνοι, οι μακρομάλληδες Αχαιοί, τον προμήθευαν χαλκό, αστραφτερό σίδηρο, δέρματα, βόδια ή και σκλάβους. Στην Ιλιάδα και πάλι πληροφορούμαστε πως οι Έλληνες εγκατέλειψαν στη Λήμνο τον Φιλοκτήτη δαγκωμένο από φίδι στο πόδι, γεγονός που συνέβη στην γειτονική της Λήμνου Χρύση – το μετονομαζόμενο νησί σε Άη Στράτη -, όπως ο ίδιος ο ομηρικός ήρωας αφηγείται στον γιο του Αχιλλέα Νεοπτόλεμο στην ομώνυμή του σοφόκλεια τραγωδία.
Οι Μινύες από το λίκνο τους στην κεντρική Θεσσαλία, εξαπλώθηκαν αρχικά στη νοτιοανατολική Θεσσαλία και έπειτα σε αρκετές περιοχές στη νοτιότερη Ελλάδα, φθάνοντας έως την πελοποννησιακή χερσόνησο του Ταινάρου. Η διαμονή των Αργοναυτών στη Λήμνο ερμηνεύεται ως αποικισμός του νησιού από τους Μινύες, από τους οποίους κατάγεται και ο Ιάσονας, όπως ο ίδιος διατείνεται στα Ορφικά Αργοναυτικά (στ. 81-82). Από τους μύθους αλλά και από αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύεται πως η Λήμνος είχε πλέον αποικιστεί από ελληνικά φύλα κατά τον 13ο αι. π.Χ. και τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. εγκαθίστανται στο νησί οι Πελασγοί, όπως αφηγείται ο Παυσανίας στο Ελλάδος περιήγησις, οι εξαίρετοι ναυτικοί όπως και μεταλλουργοί και οι οποίοι διακρίθηκαν στο εμπόριο και τις τέχνες.
Οι Πελασγοί εγκαθίστανται στην Ηφαιστία, όπου οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως το νεκροταφείο τους και ένα Ιερό αφιερωμένο στις μυστηριακές θεότητες Καβείρους, τους γιους του Ήφαιστου, το ονομαζόμενο Καβείριο (8ος-7ος αι. π.Χ.), κάτω από το οποίο βρίσκεται και η σπηλιά του Φιλοκτήτη. Ακόμη, ήρθε στο φως και ένα μεγάλο Ιερό αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά Λήμνο που χρησιμοποιήθηκε από τον 8ο μέχρι και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Επιπροσθέτως, οι Πελασγοί βελτιώνουν τα Κυκλώπεια τείχη των Μινυών.
Σύμφωνα με ανασκαφικά και ιστορικά δεδομένα, η μεγάλη ακμή της Ηφαιστίας διήρκησε από τον 7ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ., ενώ νομίσματα με απεικονισμένο στη μία τους όψη έναν αναμμένο δαυλό αποδεικνύουν ότι τελούνταν εορτές προς τιμή του θεού Ηφαίστου, τα λεγόμενα Ηφαίστεια. Δίπλα, επιπλέον, στο Ιερό της Μεγάλης Θεάς κοσμεί την πόλη Ηφαιστία και λίθινο θέατρο, χτισμένο στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., το οποίο κατατάσσεται μεταξύ των αρχαιότερων και σπουδαιότερων του ελληνικού κόσμου.
Οι Πελασγοί της Λήμνου γράφουν με ελληνικούς χαρακτήρες, όπως μαρτυρά η επιτάφια στήλη των Καμινίων της Λήμνου με δύο επιγραφές του 6ου π.Χ. αιώνα, γεγονός που αποκαλύπτει τη συγγένειά τους με τα ελληνικά φύλα. Μετέπειτα, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, η Λήμνος διανύει μία περίοδο πολιτιστικής ανόδου, με αποκορύφωμα την εμφάνιση της οικογένειας των σοφιστών, ρητόρων και διδασκάλων Φιλοστράτων κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ.
Την ίδια στιγμή, και όσον αφορά σε μνημεία ιστορικών χρόνων, σε χρήση από την αρχαϊκή έως και την ελληνιστική περίοδο βρισκόταν και το Ιερό της Αρτέμιδος στη Μύρινα, την οποία ταξιδεύει στον χρόνο και το Μεσαιωνικό της κάστρο, που άρχισε να διαμορφώνεται στη σημερινή του μορφή τον 12ο αιώνα μ.Χ. επί Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1186). Διαθέτοντας και το λεγόμενο Πελασγικό του τμήμα της αρχαϊκής περιόδου αλλά και τις οχυρωματικές επιδιορθώσεις εκ μέρους τόσο των Ενετών (1207-1260), των Παλαιολόγων (1361), του διοικητή της Λήμνου Φραγκίσκου Πασχαλίγκου (1474-1477), όσο και των Οθωμανών (1479-1912), συνιστά το μεγαλύτερο Κάστρο του Αιγαίου με την έκτασή του να ανέρχεται στα 144 στρέμματα.
Πέρα από τα πολιτιστικά της στολίδια, σήμερα η Λήμνος ενισχύει το αξιοθαύμαστο του κάλλους της με τους προστατευόμενους βιότοπούς της, ενώ εντυπωσιάζει με τη μεγάλη ποικιλία κρασιών που οφείλουν την ιδιαίτερη γεύση τους στην ηφαιστειώδη της φύση, λόγω της οποίας, μάλιστα, έχει στο παρελθόν ονομαστεί Πυρόεσσα αλλά και Αμπελόεσσα εξαιτίας των αμπελώνων της. Άλλα ονόματά της που οφείλονται στους σχετικούς με τη Λήμνο μύθους είναι και το Σιντηίς (από τους Σίντιες) που καταγράφει ο Απολλώνιος Ρόδιος στα Αργοναυτικά του, Υψιπύλεια (από τη μυθική βασίλισσα Υψιπύλη και Ηφαίστεια νήσος (από τον Ήφαιστο).
Όπως καταφαίνεται κι από τα εντόπια προϊόντα της Λήμνου, εκτός από την αλιεία, η κτηνοτροφία και η γεωργία κινεί τα νήματα της οικονομίας του νησιού. Άλλωστε, το ίδιο της το όνομα προέρχεται είτε από την ομηρική λέξη λήιον, που προσδιορίζει το σπαρμένο χωράφι, είτε από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ληίς (αγέλη) + μῆλον (πρόβατο), για να σημάνει το κατάμεστο από τα χαριτωμένα αγελαία ζώα βουκολικό τοπίο. Αμφότερες οι εκδοχές μοιάζουν πειστικές, καθότι η Λήμνος ως το πεδινότερο νησί του Αιγαίου παρουσιάζει μεγάλη αρχαιόθεν παραγωγή τόσο αγροτικών όσο και κτηνοτροφικών προϊόντων και επομένως διαθέτει έκτοτε είτε πολλά σπαρμένα χωράφια, είτε πολλές λείες, δηλ. αγέλες θρεμμάτων, όπως καταγράφει ο αρχαίος σχολιαστής του Ομήρου.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ
ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΗΣ
Τα μάτια του έχουν δει πιο πολύ θάλασσα παρά στεριά σαν να ταξιδεύουν με την ταχύτητα της ή το αντίστροφο. Το χαμόγελό του πληθωρικό, δεσμευτικό σαν τον ήλιο, άγριο σαν τους αέρηδες και τις φουρτούνες που το δοκιμάζουν. Οι δικοί του, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, ψαράδες και εκείνοι από την άλλη μεριά του Αιγαίου.
ΦΩΤΗΣ
Γεννημένος το 1943 κι οκτώ μόλις χρονών ο Φώτης ήταν στη Λήμνο βοηθός αλιέων. Δέκα χρόνια αργότερα θ’ ακούσει για μια δουλειά στη Βόρειο θάλασσα, όπου και πήγε. Κι εκεί που νόμιζε πως θα’ βγαζε ψαράκια απ’ το νερό κοιτάζοντας το μπλε του ουρανού, η μοίρα του επεφύλαξε να πιάνει ρέγγες με βαρυποινίτες σε δρομολόγια θανάτου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ
Έχει τιμηθεί από πανεπιστήμια και ακαδημίες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Είναι διακεκριμένος αρχαιολόγος, πολυδιαβασμένος και πολυβραβευμένος συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, ποιητής και σπουδαίος συλλέκτης, μα πάνω από όλα είναι Άνθρωπος με σπάνιες ευαισθησίες και τρυφερότητα βγαλμένος από εποχές πιο ρομαντικές και λιγότερο κυνικές.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΘΑΝΑΣΑΚΟΥΛΗΣ
Ο Λεωνίδας έχει φάει και έχει δώσει πολύ ξύλο στο ρινγκ και έχει δεχτεί πολλά χαστούκια απ’ τη ζωή. Το βλέπεις στο πρόσωπό του και στο λέει και ο ίδιος με μια δόση υπερηφάνειας.