Με την ανθρώπινη παρουσία στο νησί ήδη από το 3300 π.Χ. στον προϊστορικό οικισμό Αγία Ειρήνη που πήρε το όνομά του από ομώνυμη εκκλησία και βρέθηκε στην ακμή του από τα τελευταία χρόνια του Μινωικού πολιτισμού μέχρι τα πρώτα χρόνια του Μυκηναϊκού (1600-1400 π.Χ.), η Κέα (αρχαία Κέως), η μετονομαζόμενη Ζία κατά την Ενετοκρατία και κατόπιν Τζιά, έχει να επιδείξει πλήθος μυθολογικών και αρχαιολογικών θησαυρών. Εκτός από την Αγία Ειρήνη που συνιστά ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά κέντρα του Αιγαιακού χώρου, έπειτα από την έλευση των Ιώνων στο νησί κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, ιδρύθηκαν οι πόλεις Ιουλίς, Καρθαία, Κορησσός και Ποιήεσσα που ανεδείχθησαν και αυτές σε οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα και οχυρώθηκαν, όπως γράφει ο Καλλίμαχος στα Αίτιά του από τον Μεγακλή. Από αυτές μεσόγεια ήταν η Ιουλίδα ενώ οι άλλες τρεις παράκτιες και με αυτόνομη λειτουργία έως την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης, οπότε η Ιουλίδα γίνεται το μοναδικό πολιτικό κέντρο του νησιού.
Από την Ιουλίδα που οφείλει το όνομά της στην κρήνη Ιουλίδα, κατά τον Στέφανο τον Βυζάντιο, η οποία άλλωστε καταγράφεται ήδη στο Καλλίμαχο ως εὔκρηνον πτολίεθρον Ἰουλίδος, κατάγονταν διάσημοι άνδρες των τεχνών και των επιστημών όπως είναι ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης (6ος αι. π.Χ.) καθώς και ο ανηψιός του και χορικός ποιητής Βακχυλίδης (6ος αι. π.Χ.), ο γιατρός Ερασίστρατος (3ος αι. π.Χ.) και ο περιπατητικός φιλόσοφος Αρίστων (3ος αι. π.Χ.), για τους οποίους κάνει λόγο ο Στράβων και ο βυζαντινός λόγιος. Στο Λεξικό του Σούδα αναφέρεται πως από την Ιουλίδα ήταν και ο σοφιστής Πρόδικος (5ος αι. π.Χ.).
Η Καρθαία διαμορφώθηκε στους γεωμετρικούς χρόνους και κατοικήθηκε αδιαλείπτως από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο μ.Χ., όμως στο απώγειο της ακμής της, οικονομικής και πνευματικής, φτάνει κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ., οπότε και προβάλλει ισχυρές οχυρώσεις όπως και επιβλητικά δημόσια κτήρια και κόβει δικά της αργυρά νομίσματα. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος μάς πληροφορεί πως πήρε το όνομά της από κάποιον Κάρθιο που πέθανε εκεί, ενώ για την Κορησσό και την Ποιήεσσα αναφέρει απλώς πως είναι πόλεις της Κέας. Για την Ποιήεσσα γράφει νωρίτερα και ο Αίλιος Ηρωδιανός στην Καθολική του προσωδία πως είναι πόλη της Κέας.
Συγγραφείς από τα αρχαία χρόνια έως και τα Βυζαντινά καταθέτουν ποικίλες πληροφορίες για την Κέα, άλλοι περισσότερες, άλλοι λιγότερες, όπως λ.χ. ότι είναι πρώτη σε σειρά στα νησιά των Κυκλάδων, ότι χαρακτηρίζεται τετράπολις χάρη στις τέσσερις πόλεις-κράτη της και ότι αναφέρεται ως νησί και λιμάνι. Ο Πλίνιος καταγράφει, όπως οι περισσότεροι, τις τέσσερις πόλεις της, αναφέροντας όμως επιπροσθέτως πως σύμφωνα με τον Βάρρωνα στην Ποιήεσσα κατασκευάζονταν κομψότατα γυναικεία ενδύματα.
Ακόμη, όλοι σχεδόν οι συγγραφείς επισημαίνουν την κοντινή απόσταση της Κέας από την Αττική. Ο Αρτεμίδωρος, το κείμενο του οποίου παραδίδει ο Στράβων, την αναφέρει ως πολύ κοντινή στη νήσο Ελένη, ο Διονύσιος Καλλιφώντος επισημαίνει την κοντινή της θέση στο Σούνιο, ενώ ο Πλίνιος καταγράφει πληρέστερα πως από το Σούνιο η νήσος Ελένη απέχει 5 ναυτικά μίλια και έπειτα από αυτή άλλα τόσα η Κέως, την οποία οι λατίνοι έλεγαν Κέα αλλά οι Έλληνες και Υδρούσα, επιβεβαιώνοντας τον στ. 75.58 του Καλλίμαχου από το απόσπασμα 75 των Αιτίων του, και πως ήταν κάποτε τμήμα της Εύβοιας. Αλλά και ο Αριστοτέλης, όπως και ο Ηρακλείδης ο Λέμβος, μάς πληροφορούν πως παλαιότερα το νησί λεγόταν Υδρούσα, γεγονός που καταγράφει και ο Ησύχιος στο Λεξικό του, και πως στο νησί κατοικούσαν Νύμφες. Κατέφυγαν όμως στην Κάρυστο καταδιωκόμενες από έναν λέοντα, στον οποίο οφείλεται το όνομα του ακρωτηρίου της Κέας Λέων. Έπειτα, κατοίκησε το νησί ο πρώτος μυθικός του οικιστής και ονοματοδότης του, ο Κέως, ερχόμενος επικεφαλής των Λοκρών από τη Ναύπακτο κατά τα προϊστορικά χρόνια.
Ύστερα από την καταδίωξη των Νυμφών εκ μέρους του λέοντα, η οργή των θεών επέφερε την κυριαρχία του Σείριου και την ξηρασία στις Κυκλάδες και ειδικότερα στην Κέα, η οποία αποκαταστάθηκε μετά από παράκληση των κατοίκων με την άφιξη από τη Θεσσαλία του Αρισταίου, γιου του θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης. Ο Αρισταίος, όπως παραδίδει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά του, έχτισε μεγάλο βωμό στον Ικμαίο, δηλ. βροχοποιό, Δία και πρόσφερε κάθε μέρα θυσίες στον Σείριο και τον Δία. Κι εκείνος εξευμενισμένος έστειλε τους ετήσιους ανέμους, δηλ. τα μελτέμια, που περιόρισαν σημαντικά την ξηρασία και έκτοτε δροσίζουν για 40 μέρες τη γη της Κέας.
Ο Απολλώνιος γράφει τον 3ο αι. π.Χ. πώς ακόμη και στην εποχή του οι ιερείς πρόσφεραν θυσίες πριν την ανατολή του Κυνός ή αλλιώς του Σειρίου. Την ίδια στιγμή, στα αρχαία νομίσματα της Κέας απεικονίζονται στην εμπρόσθια όψη τους σκύλοι και αστέρες με εκπεμπόμενες ακτίνες για να σημάνουν τη λατρεία των Κείων στον Σείριο, ο Ερμής και ο ημίθεος Αρισταίος, όπως και οι σχετιζόμενες με εκείνον εικόνες από την αμπελουργία και τη μελισσοκομία, ενώ στην οπίσθια όψη τους η Τετράπολις.
Την Κέα την κοσμούν σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα των ιστορικών χρόνων, από τον λαξευμένο σε συμπαγή βράχο σχιστόλιθου και μήκους περίπου 8 μέτρων πέτρινο λέοντα της Χώρας ή αλλιώς Ιουλίδας του 7ου–6ου αι. π.Χ., που καταδίωξε την Νύμφες, μέχρι όμως και ποικίλα ευρήματα από την αρχαία πόλη Καρθαία, όπως είναι το μαρμάρινο κτίσμα Πρόπυλον που οδηγούσε στην Ακρόπολη (μέσα 5ου αι. π.Χ.), η περιπεφραγμένη Ακρόπολή της από τείχος άνω των 2 χιλιομέτρων (4ος–2ος αι. π.Χ.) και ένας τετράπλευρος Πύργος του 4ου αι. π.Χ., τμήμα του οποίου στέκεται ακόμη στο αρχικό του ύψος των 20 μέτρων.
Ακόμη, το λίθινο αρχαίο θέατρο κυκλικής μορφής (4ος αι. π.Χ), όπως και έναντι αυτού Ρωμαϊκά λουτρά, ερείπια από υδραγωγεία ελληνιστικών χρόνων και αρχαίο νεκροταφείο. Ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα (530 π.Χ.), από τον οποίο σήμερα υπάρχει μόνο τμήμα του αναλληματικού του τοίχου και ο ναός της Αθηνάς (500 π.Χ.) από τον οποίο σήμερα υπάρχουν μόνο τα θεμέλια και μερικοί κίονες, δυστυχώς καταστράφηκαν τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, όμως, του ναού της Αθηνάς που παριστάνουν σκηνές της Αμαζονομαχίας, φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιουλίδας.
Ο Στράβων αναφέρεται σε ιερό του Σμινθαίου Απόλλωνος κοντά στην Κορησία, αλλά και σε ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας κοντά στην Ποιήεσσα, το οποίο είχε ιδρύσει ο Νέστορας κατά την επιστροφή του από την Τροία. Όμως, ο μεταγενέστερός του Αντωνίνος Λιβεράλις έχοντας ως πηγή του τα Ετεροιούμενα του Νίκανδρου, διασώζει στο έργο του Μεταμορφώσεων Συναγωγή την ιστορία του Αθηναίου Ερμοχάρη που ερωτεύτηκε την Κτήσυλλα από την Κέα και κόρη του Αλκιδάμαντα, όταν την είδε να χορεύει γύρω από τον βωμό του Πυθίου Απόλλωνα στην Καρθαία. Όταν η κοπέλα βρισκόταν στον ναό της Άρτεμης, ο Ερμοχάρης έγραψε πάνω σε ένα μήλο έναν όρκο με τον οποίο εκείνη έδινε την υπόσχεση μπροστά στην Άρτεμη να μην παντρευτεί κάποιον άλλον. Η ιστορία αυτή σχετίζεται και με τη λατρεία της Αφροδίτης Κτησύλλας στο νησί.
Δεν ήταν πρώτος, όμως, ο Ερμοχάρης που επινόησε το τέχνασμα του χαραγμένου όρκου σε φρούτο, αφού και ο Ακόντιος από την Κέα, ερωτεύτηκε κι αυτός σε γιορτές στη Δήλο την όμορφη Κυδίππη από τη Νάξο και σε ναό της Άρτεμης, ομοίως, έριξε κι αυτός ένα μήλο ή κυδώνι με όρκο χαραγμένο επάνω του ότι θα τον παντρευτεί. Όταν αμφότερες οι κοπέλες διάβασαν φωναχτά τους όρκους, αμέσως δεσμεύτηκαν με αυτούς ενώπιον της Άρτεμης. Έτσι, αρκετά νωρίτερα από τον Αντωνίνο, ο Οβίδιος καταγράφει στις Ηρωίδες του την ιστορία του Ακόντιου και της Κυδίππης, κι ακόμη παλαιότερα, την πραγματεύεται ο εμπνευστής του Καλλίμαχος στα Αίτιά του (3ο Βιβλίο), που με τη σειρά του αναφέρει τον Κείο λογογράφο Ξενομήδη ως πηγή για τον μύθο αυτό.
Πέρα από τον κυρίαρχο στην θρησκευτική ζωή της Κέας Απόλλωνα (καθώς και Ικμαίο Δία και τους θεωρούμενους ως προ-ολύμπιες θεότητες Σείριο και Αρισταίο), αναφέρεται[8] ο μύθος του Ερμοχάρη και της Κτήσυλλας, σχετικά με την λατρεία των Αφροδίτη Κτησύλλα.
Σήμερα κεντρικό λιμάνι του νησιού είναι η Κορησσία (Λιβάδι) και Χώρα του η Ιουλίδα, ενώ στο νησί υπάρχει ένας από τους μεγαλύτερους όρμους της Μεσογείου, ο κόλπος του Αγίου Νικολάου. Πέρα από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιουλίδας, όπου εκτός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού της Αθηνάς φιλοξενούνται και τα μοναδικά μεσοκυκλαδικά πήλινα αγάλματα γυναικείων μορφών από τον προϊστορικό οικισμό της Αγίας Ειρήνης, το νησί διαθέτει και Μουσείο Αγροτικής, Λαογραφικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ενώ βυζαντινό αέρα χαρίζει στο νησί το Μοναστήρι της Επισκοπής, ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Κέας.
Η Κέα εντυπωσιάζει με τα 3000 είδη φυτών, τα πανέμορφα λιθόστρωτα μονοπάτια, τα καταφύγια αποδημητικών πτηνών, τις πετρόκτιστες πηγές και βέβαια τις παραλίες, που πλαισιώνουν το φυσικό της κάλλος. Την ομορφιά της φύσης συμπληρώνει ικανοποιώντας πνευματικές αναζητήσεις η γιορτή των παραμυθιών, που εστιάζει σε παραμύθια και μύθους εμπλουτιζόμενη με μουσικοχορευτικές και θεατρικές παραστάσεις, όπως και με εικαστικά δρώμενα. Με την πολύπλευρη αυτή εκδήλωση, αλλά και με την εν γένει μουσική της παράδοση, η καταγραφόμενη ήδη στον Αρποκρατίονα (2ος αι. μ.Χ.) ως παρακειμένη στην Αττική, η Κέα συνιστά τον κοντινότερο στην Αθήνα Κυκλαδίτικο προορισμό και πολύ δελεαστικό για πολλούς και ποικίλους λόγους.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ