Η Τήνος είναι πασίγνωστη για τον Ναό της Παναγίας Ευαγγελίστριας που ξεκίνησε να χτίζεται το 1825 σε σχέδια του Τηνίου αλλά εγκατεστημένου στη Σμύρνη αρχιτέκτονα Ευστράτιου Καλονάρη. Χάρη, μάλιστα, στον Ναό το νησί κατέστη ένας από τους σημαντικότερους τόπους προσκυνήματος της ορθόδοξης χριστιανοσύνης στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, δεν υπολείπεται σε αρχαία ιστορία, λατρεία και μυθολογία. Με πρώτους της κατοίκους Κάρες και Λέλεγες, η πρώτη κατοίκηση της Τήνου κατά τα προϊστορικά χρόνια ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού (3000-2300 π.Χ.) και με παλαιότερό της τον οικισµό του Βρυοκάστρου. Κατά την Μηκηναϊκή εποχή αξιόλογος είναι ο θολωτός τάφος στην Αγία Θέκλα (13ος αι π.Χ.), ενώ από τη γεωμετρική εποχή η νεκρόπολη κοντά στην Καρδιανή (9ος-8ος αι. π.Χ.).
Σύμφωνα με τον Βελλήιο Πατέρκουλο προχωρώντας οι Ίωνες από την Αθήνα με αρχηγό τον Ίωνα, κατέλαβαν τη θαλάσσια περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ιωνία και έχτισαν πολλές πόλεις όπως ήταν η Έφεσος, αλλά κατέλαβαν και πολλά νησιά στο Αιγαίο και στο Ικάριο πέλαγος, μεταξύ των οποίων και η Τήνος. Παρά τα ιστορικά δεδομένα, η μυθολογία θέλει την Τήνο να λαμβάνει το όνομά της από τον πρώτο της οικιστή Τήνο, όπως καταγράφει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, αρχηγό Ιώνων αποίκων από την Καρία της Μικράς Ασίας.
Στα ανατολικά του νησιού βρίσκεται το υψηλότερο βουνό Τσικνιάς ύψους 726 μέτρων, στο κεντρικό τμήμα του οποίου δεσπόζει ο απόκρημνος βράχος του Εξώμβουργου, ύψους 641 μέτρων με την αρχαία και βενετική πόλη. Στους πρόποδες του Εξώμβουργου στολίζει το νησί το ιερό της ∆ήµητρας και Κόρης (8ος-7ος αι. π.Χ.), ενώ το Κυκλώπειο τείχος του (6ος π.Χ.) το οχύρωσαν το 1207 μ.Χ. οι Ενετοί αδελφοί Γκίζη. Ακόμη, την Τήνο κοσμούν το Πεισιστράτειο Υδραγωγείο στη θέση της Ληνοπής (6ος αι. π.Χ.) και ερείπια από το ιερό του Ποσειδώνα και της μυθικής συζύγου του Αµφιτρίτης (4ος αι π.Χ.) στη θέση Κιόνια, την αρχαία πρωτεύουσα του νησιού. Το ιερό αυτό που ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων χαρακτηρίζει θέας ἄξιον, εξελίχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό κέντρο. Την ίδια στιγμή, ο Κλήμης Αλεξανδρείας διασώζει την πληροφορία του ιστορικού Φιλόχορου ότι στην Τήνο τιμούσαν τον Ποσειδώνα ως ιατρό, αλλά και ότι ο Τελέσιος ο Αθηναίος φιλοτέχνησε τα εννέα πήχεων αγάλματα του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης που λάτρευαν στο νησί.
Τη ναυτική δύναμη αλλά και την πλούσια παραγωγή οίνου προβάλλουν αντίστοιχα αρχαία Τηνιακά νομίσματα που απεικονίζουν τον Ποσειδώνα και την τρίαινά του πλαισιωµένη από δύο δελφίνια, όπως και τον Βάκχο κρατώντας σταφύλι και θύρσο, ή τον ∆ία Άµµωνα και βότρυ σταφυλής. Ο Τζέτζης σχολιάζοντας τη φράση του Λυκόφρονα διπλῶν μεταξὺ χοιράδων, δηλ. σκοπέλων, τις τοποθετεί κοντά στις Γυραιές πέτρες, κάπου ανάμεσα σε Μύκονο και Τήνο ή Άνδρο και Τήνο, επιστρατεύοντας μάλιστα τους στ. 4.500-501 από την Οδύσσεια για να προσδιορίσει το μέρος όπου οι Έλληνες ναυάγησαν κατά την επιστροφή τους από την Τροία εξ αιτίας της οργής των θεών λόγω της αλαζονείας του Αίαντα του Λοκρού, ο οποίος και πνίγηκε εκεί με επέμβαση του Ποσειδώνα.
Και πράγματι ο Όμηρος, λίγο παρακάτω, διά στόματος του Πρωτέα περιγράφει το τέλος του Αίαντα, πώς άρπαξε θυμωμένος ο Ποσειδώνας την τρίαινα στα στιβαρά του χέρια κι έσχισε τον βράχο στα δύο, πώς βούλιαξε το κομμάτι του βράχου πάνω στο οποίο καθόταν ο Αίας και πώς εκείνος πνίγηκε ρουφώντας αλμυρό νερό. Ότι αυτό συνέβη κοντά στο ακρωτήριο Καφηρέας ή Κάβο Ντόρο, το επικίνδυνο αρχαιόθεν πέρασμα ανάμεσα στην Εύβοια και την Άνδρο επιβεβαιώνει ο Κόιντος Σμυρναίος που γράφει ότι γύρω παντού κλονίστηκαν οι γκρεμοί του Καφηρέα, αλλά και ο Υγίνος που γράφει πως οι Έλληνες ναυάγησαν κοντά στα βράχια του Καφηρέα.
Την ίδια ιστορία περιγράφει εν συντομία και ο Απολλόδωρος στην Επιτομή του, ενώ τη διηγείται και ο Φιλόστρατος, περιγράφοντας έναν πίνακα στις Εικόνες του, όπου χαρακτηρίζει τις Γυραιές πέτρες ἀνεστηκυίας τοῦ πελάγους και ὑπερφαινούσας τοῦ Αἰγαίου κόλπου. Συσχετίζοντας τις Γυραιές πέτρες, ή πέτρες του Αίαντα κατά τον Υγίνο, με το γεγονός ότι ο Ησύχιος καταγράφει ως όρος της Τήνου τον Γυρά, εύκολα προκύπτει πως αυτός δεν είναι παρά ο σημερινός Τσικνιάς.Η μυθολογία επεφύλαξε άλλη μια αιματηρή ιστορία στην ανεμοδαρμένη κορυφή του Τσικνιά, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστές τον Ηρακλή και τους Βορεάδες, στην οποία βασίζεται αιτιολογικά και η προσωνυμία της Τήνου νησί του Αιόλου. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος περιγράφει στα Αργοναυτικά του πως οι γιοι του Βορέα Ζήτης και Κάλαης, ή αλλιώς Βορεάδες, είχαν πάρει μέρος σε όλη την Αργοναυτική εκστρατεία και κέρδισαν το βραβείο στο τρέξιμο κατά τους ταφικούς αγώνες προς τιμήν του Πελία. Αμέσως, όμως, μετά τους σκότωσε ο Ηρακλής που δεν τους συγχώρεσε επειδή είχαν συμβουλεύσει τους Αργοναύτες να τον εγκαταλείψουν στη Μυσία, όπου αυτός αναζητούσε τον Ύλα.
Έτσι, μετά την ταφή του Πελία, τους συνάντησε στην Τήνο, τους σκότωσε με τα βέλη του κατά τη λεπτομέρεια του Υγίνου, και τους έθαψε στην κορυφή
του βουνού. Έπειτα, έστησε για αυτούς δύο στήλες, εκ των οποίων η μία κουνιόταν όποτε ο βόρειος άνεμος φύσαγε στο νησί, γεγονός που συμβολίζει την οργή και τη λύπη του Βορέα για τον χαμό των γιων του. Το γεγονός της θανάτωσης του Ζήτη και του Κάλαη από τον Ηρακλή στην Τήνο επιβεβαιώνει και ο Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη του, διασώζοντας την εκδοχή του μυθογράφου Ακουσίλαου.
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος καταθέτει και δύο περίεργες πληροφορίες για την Τήνο, τη μία από τον Αριστοτέλη και την άλλη από τον Αθήναιο: ο Αριστοτέλης γράφει στο Περί θαυμασίων ακουσμάτων ότι υπήρχε στο νησί ένα φιαλίδιο που περιείχε ένα μείγμα από το οποίο άναβαν πολύ εύκολα φωτιά, ενώ ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του ότι υπήρχε στο νησί κρήνη, της οποίας το νερό δεν αναμιγνυόταν με κρασί.
Όσον αφορά στη θέση της, η Τήνος βρίσκεται νοτιοανατολικά της Άνδρου και βορειοδυτικά της Μυκόνου και πολλοί είναι οι συγγραφείς που τη συγκαταλέγουν ήδη από την αρχαιότητα στις Κυκλάδες. Μεταξύ αυτών ο Σκύλαξ, ο Αρτεμίδωρος, του οποίου το κείμενο παραδίδει ο Στράβων, ο Υγίνος, o Διονύσιος Καλλιφώντος, ο Πομπώνιος Μέλας, ο οποίος μάλιστα αποδίδει την ονομασία των νησιών στον κύκλο που σχηματίζουν, ενώ ο Πλίνιος πιο συγκεκριμένα στον κύκλο που σχηματίζουν γύρω από τη Δήλο και ο Αμπέλιος, ενώ και στον Στέφανο τον Βυζάντιο καταγράφεται ως νῆσος Κυκλάς. Ο Πλίνιος καταγράφει πως η Τήνος απέχει από τη Δήλο 15 ναυτικά μίλια και πως προγενέστερα ονομαζόταν από τον Αριστοτέλη Υδρούσα εξαιτίας της αφθονίας των πηγών στην αρχαιότητα, ενώ άλλοι την έλεγαν Οφιούσα.Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Στέφανος ο Βυζάντιος, τη στιγμή που η παροιμιακή φράση που καταγράφει ο Διογενιανός Τήνια κακά αφορά στις πολύ δύσκολες καταστάσεις, επειδή στην Τήνο υπήρχαν ὄφεις πικροί, όπως ακριβώς κάνει και ο Φώτιος στο Λέξεων συναγωγή στο λήμμα Τήνια. Ο Διογενιανός και ο Φώτιος εξηγούν έτσι την ονομασία του νησιού, ενώ σύμφωνα με σχόλιο του στ. 718 του Πλούτου του Αριστοφάνη σκορόδων κεφαλάς τρεῖς Τηνίων, η φράση είτε παραπέμπει στα δριμύτατα σκόρδα της Τήνου, είτε όμως και στα δεινά φίδια και τους σκορπιούς της. Μ’ όλα ταύτα, σημερινοί μελετητές αποδίδουν την ονομασία Οφιούσα ή Φιδούσα όχι στην αφθονία όφεων, αλλά της φίδας, του εντόπιου είδους κέδρου που ευδοκιμούσε στο νησί κατά τα αρχαία χρόνια.
Σήμερα, εκτός από αναρίθμητες παραλίες, πάμπολλα πανηγύρια, εκδηλώσεις συναφείς με τα εντόπια προϊόντα της Τήνου, όπως είναι η γιορτή του μελιού,
της αγκινάρας και το ρακιζιό, στο τρίτο σε μέγεθος νησί των Κυκλάδων μετά τη Νάξο και την Άνδρο, την απόλαυση της φύσης επιτείνει το επίσημο δίκτυο μονοπατιών Τinos Trails που υπερβαίνει τα 150 χιλιόμετρα ανάμεσα σε κέδρους, μυρτιές, πουρνάρια και άλλα θαμνώδη και θαμνολιβαδικά φυτά. Εκτός από διάφορα αποδημητικά πτηνά, την Τήνο προτιμούν τα αγριοπερίστερα, γι’ αυτό και χαρακτηριστικό, επιπλέον, του νησιού είναι οι πολλοί και με αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική περιστεριώνες, όπως και τα εκατοντάδες εξωκλήσια του.
Το νησί, όπως όλα άλλωστε, υλοποιεί την ικανοποίηση αναζητήσεων πολιτιστικής φύσεως σε διάφορους χώρους, όπως είναι το Αρχαιολογικό της Μουσείο στη Χώρα που φιλοξενεί σπουδαία ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και το μαρμάρινο ηλιακό ρολόι του Ανδρόνικου από την Κύρηστο (1ος αι. π.Χ.) και η Πινακοθήκη, όπου μεταξύ άλλων εκτίθενται Αναγεννησιακοί πίνακες από την Ιταλία και τα Ιόνια νησιά. Ακόμη, το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών με αξιόλογα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, το Μαυσωλείο της Έλλης που τορπιλίστηκε από τους Ιταλούς στις 15 Αυγούστου του 1940, η Οικία-Μουσείο του περίφημου Τηνίου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά με προσωπικά του αντικείμενα αλλά και σχέδια και γλυπτά του, όπως και το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας. Άλλωστε, η Τηνιακή Μαρμαροτεχνία περιλαμβάνεται στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Η Τήνος είναι το μοναδικό νησί που κατελήφθη από τους Οθωμανούς μόλις το 1715 και για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 καλός οιωνός θεωρήθηκε για τους αγωνιστές η εύρεση της εικόνας του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου στο σημείο όπου και κτίστηκε ο Ναός της Ευαγγελίστριας της Τήνου.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ