Με κυριότερους λιμένες της τη Παροικιά, τη Νάουσα και εκείνον του Δρυός ή Πόρτο Τρίο η Πάρος, η γενέτειρα του λυρικού ποιητή Αρχίλοχου (7ος αι. π.Χ.), όπως μνημονεύει και ο Ηρόδοτος αλλά και ο Στράβων, του γλύπτη Σκόπα (4ος αι. π.Χ.), αλλά και της Μαντώς Μαυρογένους της Ελληνικής Επανάστασης, χάρισε στον κόσμο το περίφημο αρχαιόθεν μάρμαρό της, από το οποίο φιλοτεχνήθηκαν αριστουργηματικά έργα όπως είναι η Αφροδίτη της Μήλου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, οι Κόρες της Ακρόπολης, η Νίκη της Δήλου, ο ναός του Απόλλωνα και ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς, ο ναός του Δία στην Ολυμπία, ο ναός του Απόλλωνα στην Δήλο και η Νίκη της Σαμοθράκης. Όπως γράφει και ο Στράβων, η Παρία λίθος ήταν άριστη για τη μαρμαρογλυφία. Ο Πλίνιος επιβεβαιώνει πως όλοι οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν μόνο το λευκό Πάριο μάρμαρο, το οποίο μάλιστα το έλεγαν λυχνίτη, επειδή, όπως αναφέρει ο Βάρρων, εξορυσσόταν από βαθιές στοές κάτω από το φως των λύχνων. H Παρία λίθος εξορυσσόταν στο Μαράθι από τον 7ο αι. π.Χ. αποτελώντας πηγή πλούτου για το νησί.
Χάρη στο κάτασπρό της μάρμαρο, ο Βεργίλιος καλλωπίζει την Πάρο με το επίθετο λευκή (nivea) και ο Οβίδιος με το επίθετο μαρμαρώδης (marmorea), ενώ δεν λείπουν στους ποιητές οι αναφορές στους Πάριους λίθους (Parii lapides), στο Πάριο μάρμαρο (Parium marmor) και στις Πάριες ράχες (Paria iuga), συνήθως σε παρομοιώσεις ή σε συγκρίσεις για την ανάδειξη λάμψης. Marmore nobilis, διάσημη δηλ. για το μάρμαρό της χαρακτηρίζεται η Πάρος και από τον Πλίνιο και από τον Σωλίνο Πολυίστωρα. Μ’ όλα ταύτα, και παρά τις πάμπολλες επαινετικές αναφορές στο εντόπιο αυτό προϊόν της Πάρου, μόνο ο Διόδωρος Σικελιώτης, προκειμένου να εξάρει το κάλλος των Αραβικών πολύτιμων λίθων, γράφει πως αυτοί ξεπερνούν ακόμη και το λευκό Πάριο μάρμαρο σε λαμπρή λευκότητα, σε βάρος και σε λειότητα.
Τόσο ο Αριστοτέλης, όσο και ο Ηρακλείδης ο Λέμβος παραδίδουν πως πρώτος μυθικός ιδρυτής του νησιού υπήρξε κάποιος Πάρος από την Αρκαδία που οδήγησε εκεί λαό, ενώ πιο αναλυτικός ο Στέφανος ο Βυζάντιος διασώζει την πληροφορία του Καλλίμαχου πως το νησί πρωτοκατοικήθηκε από Κρήτες και λίγους Αρκάδες και πως πήρε το όνομά του από τον Αρκάδα Πάρο, γιο του Παρρασίου. Έπειτα, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης παραδίδει πως ο δίκαιος και σοφός Ραδάμανθυς και αδελφός του Μίνωα, του βασιλιά της Κρήτης, όρισε τους ηγεμόνες των νησιών και μεταξύ αυτών όρισε ηγεμόνα της Πάρου τον Αλκαίο, τον εγγονό του Μίνωα και γιο του Ανδρόγεου.
Αυτόν τον Αλκαίο μαζί με τον αδελφό του Σθένελο, όπως παραδίδει ο Απολλόδωρος, πήρε μαζί του ο Ηρακλής όταν κατά την εκστρατεία του εναντίον των Αμαζόνων έφτασε στην Πάρο, την οποία κατοικούσαν τότε οι γιοι του Μίνωα Ευρυμέδων, Χρύσης, Νηφαλίων και Φιλόλαος. Επειδή όμως αυτοί σκότωσαν δύο από τους συντρόφους του, ο Ηρακλής τους επιτέθηκε, τους σκότωσε και άρχισε την πολιορκία της πόλης. Όταν οι κάτοικοι για να τον κατευνάσουν του πρότειναν να πάρει μαζί του δύο από τους ηγεμόνες τους προς αναπλήρωση των χαμένων του συντρόφων, εκείνος πήρε μαζί του τους εγγονούς του Μίνωα και γιους του Ανδρόγεου Αλκαίο και Σθένελο. Έπειτα, σύμφωνα με τον Βελλήιο Πατέρκουλο προχωρώντας οι Ίωνες από την Αθήνα με αρχηγό τον Ίωνα, κατέλαβαν τη θαλάσσια περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ιωνία και έχτισαν πολλές πόλεις όπως ήταν η Έφεσος, αλλά κατέλαβαν και πολλά νησιά στο Αιγαίο και στο Ικάριο πέλαγος, μεταξύ των οποίων και η Πάρος.
Ο Πλίνος αναφέρει πως η Πάρος έχει μία πόλη, πως απέχει από τη Δήλο 38 ναυτικά μίλια και πως αρχικά είχε το όνομα Πλαταία, ενώ αργότερα Μινωίδα. Όμως ο Νικάνωρ των ελληνιστικών χρόνων, γράφει ο Στέφανος ο Βυζάντιος, στο έργο του Περί μετονομασιών καταθέτει περισσότερα ονόματα της Πάρου: Πακτία, Δημητριάδα, Ζάκυνθος, Υρία, Υλήεσσα, Μίνωα και Κάβαρνη, με το τελευταίο να οφείλεται στον Κάβαρνο, έναν κάτοικο της Πάρου που έδειξε στη Δήμητρα τον δράστη της αρπαγής της Περσεφόνης και γι’ αυτό η θεά για να τον ανταμείψει ανέθεσε σε αυτόν και στους απογόνους του να αναλάβουν τη λατρεία της. Έτσι, από τη σχέση του νησιού με τη θεά Δήμητρα, δεν είναι τυχαίο και το όνομα Δημητριάδα, ενώ αρχαίες επιγραφές και νομίσματα που έχουν βρεθεί στο νησί φέρουν εικόνα σίτου και μαρτυρούν τη λατρεία της θεάς. Άλλωστε, σε ερείπια λιθόκτιστου οικοδομήματος βρέθηκε αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται η Δήμητρα Καρποφόρος.
Το πολύ κοντινό Μινωία στο Μίνωα του Νικάνορα όπως και το Μινωίδα του Πλινίου αποδίδεται κατά τον Σωλίνο Πολυίστωρα στο γεγονός της κατάκτησης της Πάρου από τον Μίνωα. Ο Σωλίνος καταγράφει πως για όσο διάστημα έμεινε το νησί κάτω από Κρητικούς νόμους ονομαζόταν Μινωία, ενώ ο Στέφανος ο Βυζάντιος μάς πληροφορεί πως η Πάρος είχε μια πόλη με το όνομα Μίνῳα. Ο Γάλλος κλασικός λόγιος Salmasius (1588-1653) θεωρεί το όνομα Πακτία αντιγραφικό λάθος και το διορθώνει σε Επακτία, δηλ. παραλιακή, ενώ ο Γερμανός κλασικός φιλόλογος August Meineke (1790–1870) επιλέγει τη διόρθωση της Πακτίας σε Πλατεία, τοπωνύμιο οφειλόμενο στην αναφορά του Πλινίου, ο οποίος συνδέει το περιγραφικό τοπωνύμιο με το σχήμα του εδάφους. Το όνομα Ζάκυνθος η Πάρος το οφείλει στους Ζακύνθιους αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο νησί στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, όπως και το όνομα της Ζακύνθου Υρία (και Υρίη).
Με την πλούσια βλάστησή της η Πάρος δικαιολογεί και την αρχαία της ονομασία Υλήεσσα, που σημαίνει δασώδης, καθώς την κοσμούν από κέδροι, κυπαρίσσια, πεύκα, χαρουπιές, αμπέλια, συκιές, ελιές μέχρι και φασκόμηλο, ρίγανη, μάραθο, δενδρολίβανο, κυκλάμινα, ανεμώνες και άγρια μανιτάρια. Χάρη στη βλάστησή της αλλά και στους υγρότοπούς της που φιλοξενούν απλόχερα περισσότερα από 200 είδη πουλιών, όχι μόνο μεταναστευτικών αλλά και ενδημικών, η Πάρος συνιστά έναν τόπο αισθητικής αλλά και περιβαλλοντολογικής αξίας. Άλλωστε, στην Πάρο εδρεύουν ο Σύλλογος Περίθαλψης και Προστασίας Άγριων Ζώων «Αλκυόνη» και οι Πεταλούδες, ο προστατευόμενος βιότοπος του Natura 2000 του ομώνυμου και χαριτωμένου λεπιδόπτερου.
Εκτός από τη Νάξο και η Πάρος επιδόθηκε σε αποικιστική δραστηριότητα και μεταξύ των συγγραφέων ο Στράβων κάνει λόγο για τη Φάρο, αποικία που ίδρυσε η Πάρος περί το 385/84 π.Χ. κοντά στις ακτές της Δαλματίας στην Αδριατική, για τη Θάσο και για το Πάριον της Προποντίδας. Όσον αφορά στη θέση της, πολλοί είναι οι συγγραφείς που συγκαταλέγουν την Πάρο ήδη από την αρχαιότητα στις Κυκλάδες και μεταξύ αυτών ο Ηρόδοτος στις διηγήσεις του, ο Σκύλαξ, ο οποίος αναφέρει πως το νησί είχε δύο λιμάνια με το ένα εξ αυτών πολύ όμορφο, ο Αρτεμίδωρος, του οποίου το κείμενο παραδίδει ο Στράβων, ο Υγίνος, ο Πομπώνιος Μέλας, ο οποίος μάλιστα αποδίδει την ονομασία των νησιών στον κύκλο που σχηματίζουν, ενώ ο Πλίνιος πιο συγκεκριμένα στον κύκλο που σχηματίζουν γύρω από τη Δήλο και ο Αμπέλιος.
Μερικά από τα στολίδια της Πάρου είναι προϊστορικοί οικισμοί, καθώς το νησί πρωτοκατοικήθηκε κατά την 5η χιλιετία π.Χ., αρχαίο νεκροταφείο (8ος π.Χ.-3ος μ.Χ.), αρχαία λατομεία μαρμάρου, επιτύμβιο μνημείο του ποιητή Αρχιλόχου (Αρχιλόχειο – 6ος αι. π.Χ.), το άγαλμα της αρχαϊκής Γοργούς της Πάρου (6ος αι. π.Χ.) και ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς, από τον οποίο διασώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα από τον σηκό και τον οπισθόδομο, ενώ πολλά αρχιτεκτονικά του μέλη είναι εντοιχισμένα στο διασωζόμενο πύργο του Κάστρου της Παροικιάς. Επιπλέον, τα ιερά του Δηλίου και Πυθίου Απόλλωνα, της Άρτεμης (5ος αι. π.Χ.) με λατρευτικό άγαλμα της θεάς ύψους 3.10 μ. που εκτίθεται στο αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάρου, όπως και ιερό του Ασκληπιού (4ος αι. π.Χ.).
Ακόμη, κυλινδρικός Πύργος ελληνιστικής εποχής, αρχαίο εργαστήριο κεραμεικής των ελληνιστικών χρόνων, ψηφιδωτά δάπεδα υστεροελληνιστικών – ρωμαϊκών χρόνων και Ωδείο ή Νυμφαίο 1800 ετών. Και βέβαια, η Εκατονταπυλιανή, ο περίφημος παλαιοχριστιανικός ναός του 4ου αι. που χτίστηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και ανακαινίστηκε κατόπιν επί Ιουστινιανού τον 6ο αι. μ.Χ., το ενετικό κάστρο της Παροικιάς ή Φραγκοκάστελο (1260) με πέριξ μεσαιωνικό οικισμό, όπως και οι Τρεις Εκκλησίες του 17ου αι. στο ομώνυμο τοπωνύμιο.
Εκτός από τα αρχαιόθεν πασίγνωστα εδώδιμα προϊόντα της Πάρου, όπως είναι τα σύκα που οι Πάριοι ονόμαζαν αιμώνια εξαιτίας του κατακόκκινου σαν αίμα χρώματός τους, όπως αναφέρει ο Αθήναιος, και εκτός από την παραγωγή οίνου που συνιστά το 60% των εξαγωγικών προϊόντων στις μέρες μας, οι κάτοικοι του νησιού είναι μέχρι και σήμερα υπερήφανοι για τα εντόπια ορυκτά του νησιού, με πρώτο και καλύτερο το Πάριο μάρμαρο, που μαζί με εκείνο της Νάξου και της Πεντέλης συνετέλεσε στη δόξα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Ο ποιητής του Ομηρικού Ύμνου στη Δήμητρα χαρακτηρίζει την Πάρο ὰμφιρύτη (βλ. στ. 491), δηλ. περιρρεόμενη εκατέρωθεν από θάλασσα και ο Αρχίλοχος ἱμερτή, δηλ. ποθητή. Και όπως συμβαίνει σε όλα τα νησιά, έτσι και στην ιμερτή Πάρο το κάλλος της φύσης και την αφθονία των αγαθών συνοδεύουν χώροι αισθητικής απόλαυσης και πολιτιστικού ενδιαφέροντος όπως είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Κυκλαδικής Λαογραφίας και το Περιβαλλοντικό-Πολιτιστικό Πάρκο, εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα διάφορα δρώμενα, όπως μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις και ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις.
Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ