Από ανασκαφές που ανέδειξαν εργαλεία από οψιδιανό και θραύσματα αγγείων, πιστοποιείται η ανθρώπινη δραστηριότητα στην Κίμωλο ήδη κατά την ύστερη νεολιθική περίοδο (περ. 5300-4500 π.Χ). Παράλληλα, ευρήματα βεβαιώνουν τη ζωή στο νησί και κατά την Πρωτοκυκλαδική, τη Μυκηναϊκή, τη Γεωμετρική, την Αρχαϊκή, την Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο σε διάφορες περιοχές του νησιού, με πιο σημαντική τη δυτική πλευρά του, στη θέση Ελληνικά (Λίμνη), όπου βρίσκονται έως και σήμερα τα ίχνη της βυθισμένης στη θάλασσα αρχαίας πόλης της Κιμώλου (τέλη 8ου αι. π.Χ.). Παράλληλα, το εθνικό Κιμώλιοι πιστοποιούν τόσο αρχαία νομίσματα όσο και αρχαίες επιγραφές.

Οργανωμένο σύστημα ζωής και τέχνης στοιχειοθετούν λαξευμένοι θαλαμοειδείς αλλά και κιβωτιόσχημοι τάφοι, στήλη με ανάγλυφη γυναικεία μορφή, ίσως επιτύμβια, αμφορείς, ερείπια οικιών και νεκροταφείου, όπως και τα ερείπια της αρχαίας Ακρόπολης στο νησίδιο του Αγίου Ανδρέα (Δασκαλειό), έναντι των παραλιών Δέκας, Ελληνικά και Μαυροσπήλια. Επιπλέον, τον Άγιο Ανδρέα αναδεικνύει σε χώρο μνημειακό η εύρεση αρχαίων μαρμάρων, θραυσμάτων γλυπτών, αρχιτεκτονικών μελών, το άγαλμα εντός του βυθού ενός έφιππου άνδρα, όπως και μίας ακέφαλης γυναικείας μορφής που σήμερα φιλοξενεί το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κιμώλου στο Χωριό, την πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και πλήθος αγγείων των Γεωμετρικών και των Αρχαϊκών χρόνων.

Ενώ ο Ηρωδιανός (2ος αι. μ.Χ.) στην Καθολική του προσωδία κάνει λόγο γενικά και αόριστα για ήρωα και νήσο με το όνομα Κίμωλος, ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρεται στην πόλη της Παμφυλίας Σίδη που πήρε το όνομά της από την κόρη του Ταύρου και σύζυγο του Κιμώλου, που έδωσε το δικό του όνομα στο νησί. Την ίδια στιγμή, το ότι η Παμφυλία ήταν αρχαία παραθαλάσσια χώρα στη Μικρά Ασία, επιβεβαιώνεται από την αναφορά της Σίδης στην Ασία του Εκαταίου, όπως γράφει ο Στέφανος.

Αρχαίοι συγγραφείς που συγκαταλέγουν την Κίμωλο στις Κυκλάδες είναι ο Σκύλαξ, ο Αρτεμίδωρος, του οποίου το κείμενο παραδίδει ο Στράβων, ο Διονύσιος Καλλιφώντος και ο συγγραφέας των αρχαίων σχολίων των Βατράχων του Αριστοφάνη. Συγκεκριμένα, βρίσκεται βόρεια της Μήλου, ενώ όπως γράφει ο Στράβων, η Σίφνος είναι ορατή από την Κίμωλο από όπου και η Κιμωλία γη, η νιτροποιὸς γῆ σύμφωνα με το αρχαίο σχόλιο στον στ. 712 των Βατράχων, ή πιο περιγραφικά η ἐπιτηδεία εἰς νίτρου κατασκευήν όπως γράφει ο Ευστάθιος στα σχόλιά του στον Διονύσιο τον Περιηγητή.

Η Κίμωλος ή Κιμωλία Νήσος είναι κατά το πλείστον της αποτέλεσμα έντονης ηφαιστειακής δραστηριότητας, γεγονός που αποδεικνύουν οι θερμές πηγές και οι ασυνήθιστες γεωμορφές, με εξέχουσα το Σκιάδι, ένα τεράστιο πέτρινο μανιτάρι που λάξευσε με απορρίνιση ο άνεμος και ένα από τα γεωλογικά μνημεία του Αιγαίου. Η εξαλλοίωση των ηφαιστειακών πετρωμάτων από τα υδροθερμικά ρευστά αλλά και από το νερό, όμβριο και θαλάσσιο, οδήγησε σε αφθονία ορυκτών, ένα από τα οποία είναι και η Κιμωλία γη που οφείλει το όνομά της στον μοναδικό τόπο παραγωγής της.

Ο Θεόφραστος (4ου-3ου αι. π.Χ.) στο έργο του Περί λίθων παραθέτει ως χρωστικές πρώτες ύλες την Κιμωλία γη μαζί με τη Μηλία και τη Σαμία, προσθέτοντας σε αυτές και την Τυμφαϊκή, ή αλλιώς τον προερχόμενο από την πόλη Τυμφαία γύψο. Από αυτές, γράφει ο Θεόφραστος, οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν μόνο τη Μηλία, μια τιτανιούχο ουσία κυρίως από καολίνη, ένα αργιλοπυριτικό ορυκτό με χρώμα λευκό ή υπόλευκο. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Κιμωλία γη, ένα είδος αργίλου πλούσιο σε νάτριο, παραλληλίζεται με τη Μηλία γη έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα πως και αυτή ήταν καολίνης, με γνωστές ήδη από τα προϊστορικά χρόνια τις λευκαντικές της ιδιότητες, αφού οι Κρήτες της εποχής του Μίνωα τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των μάλλινων νημάτων.

Στην αρχαιότητα είχαν διαπιστωθεί και οι απορρυπαντικές της ιδιότητες εφόσον τη χρησιμοποιούσαν και οι αθλητές για να καθαρίζουν το σώμα τους από το λάδι, αλλά και ως καθαρτικός πηλός για το πλύσιμο των ρούχων και του σώματος, όπως προκύπτει από την αναφορά του Αριστοφάνη (5ος αι. π.Χ.), ο οποίος στους Βατράχους του κατηγορεί τον ιδιοκτήτη δημοσίου λουτρού και πλυντηρίου ρούχων Κλειγένη ότι κλέβει τους πελάτες με νοθευμένα απορρυπαντικά. Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (2ος αι. μ.Χ.) στο Ονομαστικόν του όχι μόνο συγκαταλέγει την Κιμωλία γη ανάμεσα στα απορρυπαντικά ρούχων αλλά παραπέμπει και στο έργο αναφοράς και τον συγγραφέα του.

Γνωστές, όμως, ήταν και οι φαρμακευτικές, καταπραϋντικές και καλλυντικές της ιδιότητες, όπως αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από αναρίθμητες αναφορές. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στο Περί Ιατρικής του Κέλσου (1ος μ.Χ.), ο οποίος γράφει, ενδεικτικά, πως αν επιμένει ο ιδρώτας τότε πρέπει να αλειφθεί το σώμα με γύψο ή με λιθάργυρο ή με λευκή γη της Κιμώλου, ή ακόμη και να ραντίζεται συχνά με τη σκόνη αυτών των ορυκτών. Ο Διοσκουρίδης (1ος μ.Χ.) στο Περί ύλης ιατρικής γράφει πως τα μαλλιά γίνονται μαύρα αν εναποθέσει κανείς σε αυτά όλη νύχτα το μείγμα από Κιμωλία γη μαζί με πολύ καλά βρασμένο τον φλοιό της ρίζας της βελανιδιάς, ενώ στο Περί απλών φαρμάκων την συγκαταλέγει ανάμεσα στα φάρμακα θεραπείας του ερυσίπελα, δηλ. της βακτηριακής λοίμωξης της ανώτερης στοιβάδας του δέρματος που παρουσιάζει έντονα ερύθημα. Ο Γαληνός (2ος μ.Χ.) ανάμεσα στα εμπλαστικά φάρμακα, δηλ. τα κατάλληλα ή χρήσιμα για επάλειψη, συγκαταλέγει και την Κιμωλία γη, της οποίας το μείγμα με θαλασσινό νερό προτείνει για τη στοματική υγιεινή.

Έτσι, ο ευρύτατα σήμερα γνωστός για τη χρήση του στον σχολικό πίνακα ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης, οφείλει την ονομασία του απλώς στην ομοιότητά του στο χρώμα και την υφή με την Κιμωλία γη. Το νησί στολίζουν και ημιπολύτιμα ορυκτά, κυρίως ποικιλίες χαλαζία όπως αμέθυστος, αχάτης, χαλκηδόνιος, ίασπης και οπάλιος. Κατά τον 3ο αι. π.Χ., χάρη στην εντατικοποίηση των εξαγωγών της λευκής εντόπιας γης που μνημονεύει και ο Οβίδιος ως ίδιον του νησιού αναφερόμενος στο πέρασμα του Μίνωα στης Κιμώλου τον λευκό τόπο προκειμένου να αποκτήσει συμμαχικές δυνάμεις για την εκ μέρους του εκδίκηση του θανάτου του γιου του Ανδρόγεου, η Κίμωλος δύναται να κυκλοφορήσει δικά τις νομίσματα.

Οι γειτονικές Μήλος και Κίμωλος δεν ομοιάζουν μόνο ως προς τον ορυκτό τους πλούτο, εφόσον αμφότερες ανήκουν στο ηφαιστειακό τόξο του Αιγαίου που οπωσδήποτε μορφοποίησε την υλική σύσταση των εδαφών τους, αλλά και ως προς τη σχέση τους με τους Αθηναίους και την τύχη τους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, καθώς η Κίμωλος συμμετείχε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία (425-424 π.Χ.) αφότου λεηλατήθηκε όπως και κυριεύτηκε από τους Αθηναίους, μετά την εκ μέρους τους πολιορκία της Μήλου (βλ. και Μήλος). Ο Σκύλαξ συγκαταλέγει Κίμωλο και Μήλο μεταξύ των «Λακεδαιμονικών» Κυκλάδων, «με αναφορά στην εγγύτητα αυτών των νησιών με τη Λακωνία, αλλά υπογραμμίζοντας εμμέσως τη δωρική καταγωγή των δύο κοινοτήτων».

Ωστόσο, Κιμώλιοι και Μάλιοι, όπως μαθαίνουμε από επιγραφή των τελών του 4ου αι. π.Χ. (IG XII 3), διεκδικούν λίγο μετά το 338 π.Χ. για την «εξαιρετικά στρατηγική θέση ελέγχου της πρόσβασης από τα νότια του Στενού Μήλου-Κιμώλου» την κυριαρχία της Πολυαίγου, η οποία περιήλθε με απόφαση της Βουλής του Άργους τελικά στην Κίμωλο, στην οποία υπάγεται μέχρι και σήμερα. Η Πολύαιγος, το νησί με τις πολλές αίγες, έχει το ίδιο όνομα από την αρχαιότητα, εφόσον ο Πλίνιος τουλάχιστον τον 1ο αι. μ.Χ. την καταγράφει μετά την Αμοργό ως Polyaegas. Ο γεωγράφος του 1ου εξίσου αι. μ.Χ. Πομπώνιος Μέλας στο έργο του De chronographia συμπεριλαμβάνει και μια Πολύαιγο ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου κοντά στη Θράκη Θάσο, Ίμβρο, Σαμοθράκη, Σκάντζουρα, Σκιάθο και Αλόννησο, αλλά προφανώς πρόκειται για συνωνυμία. Ακόμη, ήταν ακατοίκητο, έστω από τον 2ο αι. μ.Χ., καθότι χαρακτηρίζεται νῆσος ἔρημος από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, παρ’ όλες τις ενδείξεις κατοίκησής της από τη Μεσολιθική ή τη Νεολιθική εποχή. Σήμερα είναι το μεγαλύτερο ακατοίκητο νησί του Αιγαίου και ένα από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου.

Αποκαλούμενη στις μέρες μας η Πολύαιγος και Υπόληβος ή Πόληβος, αλλά και κατά τον 18ο τουλάχιστον αιώνα Πελαγοῦσα, βρίσκεται νοτιοανατολικά της Κιμώλου, ανατολικά της Μήλου, νοτιοδυτικά της Σίφνου και βορειοδυτικά της Φολεγάνδρου. Τμήμα του νησιού ανήκει στον Μητροπολιτικό Ναό Παναγία Οδηγήτρια της Κιμώλου του 19ου αι. που συνιστά αξιόλογο ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο λόγω των παλαιών της εικόνων, με εξέχουσα την προερχόμενη μάλλον από την Κωνσταντινούπολη ή τη Θεσσαλονίκη ομώνυμη εικόνα του Ναού, η τέχνη της οποίας ανάγεται στους παλαιολόγειους χρόνους (15ος αι.).
Η Πολύαιγος έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως ως βοσκότοπος, γεγονός που δηλώνει και το ίδιο της το όνομα, αλλά και για την εξόρυξη αργυρούχου βαρυτίνης όπως και του ηφαιστιογενούς πετρώματος τραχείτη που χρησιμοποιούσαν για μυλόπετρες. Στο ακρωτήρι Μάσκουλα στολίζει το νησί φάρος ύψους 138 μέτρων, ενώ θρησκευτική ευλάβεια αποτυπώνουν τα ερείπια της τρουλαίας Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 17ου αιώνα. Ωστόσο, η μεγαλύτερή της αξία είναι οικολογικής φύσεως, εφόσον ανέγγιχτη από την ανθρώπινη δράση, ως το καλύτερα διατηρημένο από άποψη περιβάλλοντος νησί της Μεσογείου και ως εκ τούτου συμπεριλαμβανόμενη στο πρόγραμμα Natura 2000, προσφέρει την εξωτική της ομορφιά σε 32 σπάνια ή και απειλούμενα ενδημικά είδη χλωρίδας, όπως και πανίδας, της μεσογειακής φώκιας monachus-monachus, της ενδημικής οχιάς Microvipera schweizeri (που ζει μόνο στην Κίμωλο, την Πολύαιγο, τη Μήλο και τη Σίφνο), της ενδημικής μπλε σαύρας Podarcis milensis και του σπιζαετού, ενώ έχει κηρυχθεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας για τον μαυροπετρίτη.
Σχετικά με την Κίμωλο, επιγραφές συνιστούν την πηγή άντλησης στοιχείων για το πολιτικό, διοικητικό και δικαστικό σύστημα, όπως και για την εμπορική δραστηριότητα της Κιμώλου κατά την Ελληνιστική εποχή, καθώς και για τη λατρεία της Αθηνάς και της Άρτεμης Λευκοφρύνης που επιβεβαιώνει η ύπαρξη ιερών τους. Έπειτα, και αναφορικά με τη σχέση Μήλου-Κιμώλου, οι ενδείξεις ύπαρξης κατακομβών παρόμοιων με εκείνες της Μήλου στα Πράσσα, περιοχή με τα ορυχεία του νησιού αλλά και με θερμές ιαματικές πηγές, υπόσχονται νέες μελέτες για την πορεία του νησιού κατά τα Ρωμαϊκά και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια.

O Πλίνιος καταγράφει το παλαιότερο όνομα του νησιού Εχινούσα, εξαιτίας ίσως του αχινού, του οποίου διάφορα απολιθώματα βρίσκονται ακόμη στις ακτές της Κιμώλου, ή κατά άλλους εξαιτίας της έχιδνας που ακόμη και σήμερα αφθονεί στο νησί. Την ίδια στιγμή, στην Κίμωλο συναντάμε το μοναδικό είδος οχιάς λεμπετίνα, όπως και τη μπλε σαύρα Podarcis milensis, ενώ στις βόρειες ακτές βρίσκει καταφύγιο η μεσογειακή φώκια monachus-monachus. Κι ενώ το νησί στολίζουν μυρτιές, σχίνοι, καλαμιές, συκιές και κλήματα, χαίρονται τη φύση ο θαλασσοκόρακας, η χρυσή κουκουβάγια και πολλά αποδημητικά πουλιά. Παράλληλα, οι πολυάριθμες φυσικές ή λαξευμένες σπηλιές στα βόρεια του νησιού με τα απανταχού διάσπαρτα μονοπάτια χαρίζουν γενναιόδωρα το κάλλος τους στο Κυκλαδίτικο τοπίο.

Αναφορικά με την ιστορική μοίρα αλλά και τη μετονομασία του νησιού, η Κίμωλος από το 1207 έως το 1579 συνιστώντας τμήμα του Δουκάτου του Αρχιπελάγους αποκαλείται Αρζαντιέρα ή Αρζεντιέρα, ή όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μελέτιος ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν Ἀρτζιντιέῤῥα, όνομα που οφείλεται στους ασημόχρωμους βράχους της νότιας πλευράς της. Δημιούργημα των Μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων και δομημένοι γύρω από το Ενετικό Κάστρο οι οικισμοί Μέσα (15ος) και Έξω Κάστρο (17ος αι.) στο Χωριό συνιστούν εξαίρετα δείγματα Αιγαιοπελαγίτικης οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, ενώ και τα ερείπια της αρχαίας οχυρωμένης θέσης του Παλαιοκάστρου, της υψηλότερης κορυφής του νησιού που αποσκοπούσε στην εποπτεία των ορυχείων, μαρτυρούν τις συνήθεις πειρατικές επιδρομές, από τις οποίες πλήττονταν όλες οι Κυκλάδες.

Με το Ενετικό της Κάστρο να διαμορφώνεται οριστικά στα τέλη του 16ου αι., με την Εκκλησία του Χριστού (1592) και την Παναγία Οδηγήτρια με την ομώνυμη εικόνα του 15ου αι. να συνιστούν δύο από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά της μνημεία, η Κίμωλος διανύει την πορεία της, κληροδοτώντας πλήθος ιστορικών και αρχαιολογικών θησαυρών. Εκτός από το Αρχαιολογικό, η Κίμωλος διαθέτει δίπλα στην Πάνω Πόρτα του Έξω Κάστρου στην ανατολική πλευρά Λαογραφικό, όπως και Ναυτικό Μουσείο.

Ο Αθήναιος (3ος μ.Χ.) διασώζει την αξιόλογη πληροφορία του ιστορικού του 3ου αι. π.Χ. Σήμου του Δηλίου ότι στην Κίμωλο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κατασκεύαζαν υπόγεια ψυγεία μέσα στα οποία τοποθετούσαν αγγεία με χλιαρό νερό κι όταν τα έβγαζαν το νερό ήταν κρύο σαν το χιόνι. Έτσι, τα δύο νησιά δέος και μόνο γεμίζουν το Αιγαίο, από την Κιμωλία γη και τον πλούτο των ορυκτών, έως την επινόηση των ορυκτών ψυχείων, από τις αξιοθαύμαστες γεωμορφές έως το κάλλος της φύσης και το μυστηριώδες λαξευμένο τοπίο, μέχρι όμως και τους Κιμωλίστες που αναλαμβάνουν δράσεις πολιτιστικές αλλά και περιβαλλοντολογικές, έως και τον παράδεισο της Πολυαίγου, της Πολυνησίας των Κυκλάδων με τους περίεργους σχηματισμούς βράχων, τις μυστηριακές σπηλιές και την εξαιρετική γεωλογική και οικολογική της αξία.

Κείμενο: Αγγελική Ηλιοπούλου Υπ. Διδάκτωρ Λατινικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ

ΚΩΣΤΑΣ

Τα μελίσσια μαζί με τη γυναίκα και τη μικρή Ειρήνη του είναι η ζωή του όλη. Άρχισε να ασχολείται με το μέλι  από τα 11 του, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά συγγενείς μελισσοκόμους στη Φολέγανδρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑΚΩΣΤΑΣ